Τους γκραφιτάδες τους γούσταρα πάντα, είχα αρκετούς φίλους άλλωστε που έκαναν γκράφιτι (ή γκραφίτι) και αισθανόμουν πάντα ότι υπήρχε μια συνάφεια στις απόψεις και στις προσεγγίσεις των πραγμάτων αν και εκείνοι συχνά έμοιαζαν να χάνονται μέσα σε ένα πλαίσιο μάλλον αυτοαναφορικό και τροφοδοτούμενο αποκλειστικά από την “φιλοσοφία” και την “κουλτούρα” τους (πχ το tagging αφορά μόνο αυτούς που το αναγνωρίζουν). Από την άλλη όμως και παρά το γεγονός ότι οι πιο πολλοί πιτσιρικάδες έλεγαν τα κλισέ, “το γκράφιτι είναι τρόπος ζωής” κλπ και ήταν αμφίβολο αν ήξεραν να σου εξηγήσουν τι εννοούν, υπήρχαν και κάποιοι αρκετά φιλοσοφημένοι. Στις συζητήσεις τους, μιλούσαν για τον Guy Debord, την “κοινωνία του θεάματος“, τους καταστασιακούς γενικότερα, την πόλη και την εμπειρία της πόλης κι όλα αυτά μέσα σε μια mild ιδεολογική ατμόσφαιρα και με μια φιλολογία μάλλον αριστερόστροφη αλλά πολύ πιο cool, σύγχρονη (και μεταμοντέρνα στην ουσία της) από την αντίστοιχη των περισσότερων “αριστερών” που κυκλοφορούσαν στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου την ίδια εποχή. Οι γκραφιτάδες δεν με πίεζαν να αλλάξω τον κόσμο σύμφωνα με ιδέες που τροφοδοτούνταν από μια αντικειμενική αλήθεια, αλλά διεκδικούσαν κάτι πολύ πιο απλό, ένα υποκείμενο και μια θέση για την χωρική του έκφραση και αυτό το βρίσκω πολύ ουσιαστικό και μέσα από την επαφή μαζί τους βοηθήθηκα και προσωπικά να καλλιεργήσω την “αρχιτεκτονική” μου συνείδηση και ευαισθησία.
Το βασικό πρόβλημα και η βάση της διαφωνίας μου μαζί τους, όπως την καταλαβαίνω σήμερα σκεπτόμενος πιο αναλυτικά από τότε, ήταν ότι γι’ αυτούς η αρχή ήταν το μέσο και αν όχι η πράξη του γκράφιτι καθαυτή, σίγουρα η “αστική δράση” όπως αυτοί την εννοούσαν, δηλαδή περισσότερο ως occupation (κατάληψη) του αστικού χώρου και λιγότερο ως deformation. Δηλαδή παρήγαγαν μια σειρά από αστικές δράσεις που σκοπό είχαν να φτιάξουν “καταστάσεις” (skateboarding) που αλλοιώνουν την εμπειρία και το βίωμα της πόλης εικονογραφώντας την αλλά όχι να αλλάξουν την μορφή της πόλης ως αστικό μόρφωμα και ως δομή (κοινωνική, οικονομική, πολιτική κλπ). Κοινώς το γκράφιτι ήταν κάτι που με γοήτευε και με ενδιέφερε αλλά ήταν κάτι λιγότερο από αυτό που επεδίωκα. Από την άλλη όμως όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν βρήκα επαρκείς απαντήσεις για το πως δύναται να αλλάξει η δομή της πόλης επιτυχώς και το πιθανότερο είναι να μη βρω καθώς οι απαντήσεις απομακρύνονται όλο και περισσότερο και πολλαπλασιάζονται οι ερωτήσεις. Οπότε ίσως οι γκραφιτάδες να είναι σωστοί κι εγώ λάθος, ίσως πραγματικά το μόνο που μπορεί να παραμορφωθεί χωρίς αρνητικές συνέπειες είναι η εικόνα και η εμπειρία της πόλης, όχι οι δομές της.
Αυτό που θέλω να κρατήσω όμως από όλες αυτές τις γενικότητες είναι η ουσία του πράγματος και αφορά την θέση και το είναι των γκραφιτάδων. Θεωρώ ότι αυτοί οι νέοι είναι φορείς μιας αστικής κουλτούρας που είναι και “αστική” και “κουλτούρα” στην ουσία της γιατί αφορά το άστυ ως χώρο συγκρότησης του υποκειμένου μέσα από την διαλεκτική του σχέση και διάδραση με αυτό. Δεν θα σταθώ στο αν το ίδιο το γκράφιτι είναι κοινωνική έκφραση, επαναστατικό μανιφέστο, εικαστικό γεγονός ή “τέχνη” και δεν με ενδιαφέρει ο ορισμός του ως προϊόν μιας ανάλυσης των κοινωνικών καταβολών του (τουλάχιστον όχι σε αυτό το ποστ, ίσως αρμόδιος να πει πιο πολλά είναι ο φίλος μου ο kert). Με ενδιαφέρει το αυτό του αστικού γεγονότος και κυρίως του ατόμου που το συνθέτει. Για την πόλη λοιπόν το γκράφιτι είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο και για το άτομο μια επιλογή ανάμεσα σε πολλές. Θα σταθώ στο δεύτερο και θα πω ότι το να τρέχεις με ένα σακίδιο γεμάτο με σπρέυ για να βάψεις τοίχους και να αφήσεις (συχνά να κεντήσεις) ένα αποτύπωμα δικό σου (και όχι το σύνθημα για μια ομάδα ή ένα κόμμα) κουβαλάει πολύ περισσότερη γοητεία, οραματισμό και αγάπη για τα πράγματα και είναι συνάμα πιο πραγματικό από το να βγαίνεις με το αυτοκίνητο του μπαμπά σου στον Κιάμο όντας μόλις 19. Αυτό δεν έχει να κάνει με το τι είσαι αλλά με το τι θέλεις να είσαι, με το αν διαλέγεις να φτιάχνεις αυτό που ζεις ή να αφήνεις τους άλλους να το φτιάχνουν για εσένα και τελικά με το αν εσύ ο ίδιος επιλέγεις να εικονογραφείς εκτός από το να εικονογραφείσαι.
Δυστυχώς από την άλλη, το παράλογο στο γκράφιτι σήμερα είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει το φλερτ με το κυνηγητό και τα όρια της παρανομίας και γι’ αυτό φυσικά δεν φταίνε οι γκραφιτάδες, αν και είναι γεγονός ότι πολλοί εξιτάρονται από αυτό. Δεν ξέρω αν το γκράφιτι θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε το κυνηγητό και η αίσθηση του κινδύνου αλλά νομίζω ότι είναι καιρός να καταλάβει η κοινωνία ότι αυτός ο νέος κόσμος που στρέφεται προς τέτοιες δράσεις δεν είναι απαραίτητα ούτε υπόκοσμος ούτε αλητεία. Προσωπικά μάλιστα νομίζω το αντίθετο, ότι συχνά αυτοί οι νέοι συγκροτούν ή δύνανται να συγκροτήσουν μια νεανική avant garde παίζοντας κυρίαρχο ρόλο στην κουλτούρα και το είναι της πόλης κι ας μου λερώνουν τοίχους ή βαγόνια τρένων. Επιπλέον οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι αυτές οι καταστάσεις δεν είναι απλά μια παρενέργεια στο αστικό τοπίο αλλά το απολύτως φυσικό προϊόν του αστικού τρόπου ζωής που συγκροτείται και συγκροτεί την πόλη ως τέτοια, ως “πόλη” όπου το υποκείμενο συμμετέχει ενεργά συγκροτώντας τον χώρο του και γι’ αυτό πριν να δούμε το φαινόμενο ως γκράφιτι, ως αστική δράση, ως τέχνη κλπ πρέπει να το βιώσουμε ως κάτι απολύτως ανθρώπινο, ως ένα στίγμα ανθρώπινης παρουσίας που διασφαλίζει τον εξανθρωπισμό του αστικού χώρου, που γεννά την έννοια τόπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου