Ως πότε, ο αδικών θα αδικεί κι ο ρυπαρός θα ρυπαίνει, και σεις, κρυμμένοι πίσω από τους άνομους νόμους σας, θα κάνετε εξεταστικές επιτροπές για ανεπίτρεπτες κομπίνες;
Ως πότε, οι διεφθαρμένοι θα διαφθείρετε ό,τι αγγίζετε με το άνομο χέρι σας και θα βρομίζετε με το ρυπαρό σας χνώτο τον αέρα.
Ως πότε, λαθρεπιβάτες της εξουσίας, θα ξεγελάτε τον λαό και θα κλέβετε την ψήφο του;
«Ώρα νέα, χελιδών: κοίτα, νέα χελιδόνια». «Οι δ’ έβλεπον καγώ των κρεών έκλεπτον: αυτοί έβλεπαν κι εγώ έκλεβα το κρέας».
Ως πότε, πολιτικατζή εσύ, «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).
Ως πότε, θα σας κουβαλάει, βάρος της γης, «άχθος αρούρης», άχρηστο, στον σβέρκο του, ο εξαθλιωμένος, από εσάς, λαός;
Ως πότε, θα μοστράρετε τη φτιασιδωμένη φάτσα σας με τα φκιασίδια της εσπερίας, οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελληναράδων, που τη δημιουργήσατε από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης σας;
«Εδώ ‘ναι η στάχτη ενός λαού, που είταν αιώνια φλόγα (Κώστας Βάρναλης)».
Ως πότε θα μιλάτε, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), και θα σκοτώνετε τη γλώσσα την Ελληνική; Αδιάντροποι, των ξεδιάντροπων, μεταμοντέρνων (νεοφιλελευθέρων) καιρών.
«Ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται: αν οι θεοί διαλέγονται χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων».
Ως πότε αμετανόητοι θα σκοτώνετε τον ήλιο, θα σκοτεινιάζετε το φως και θα αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο εκείνο, που αντίκριζε τη Δύση κατάματα και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό; Ηλιοκτόνοι Φωτοκτόνοι. Κακοπάτριδες.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μιαν ανθρώπινη λαλιά. Και τους δώσατε τη σιωπή της ενοχής σας.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μια ζεστή αγκαλιά. Και τους δείξατε την εξορία του ανθρώπου.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι το ανέσπερο φως. Και τους τυφλώσατε με το εσπερινό, το σβησμένο φως της εσπερίας.
Και ζητούσαν τις ημέρες εκείνες οι άνθρωποι ένα όνειρο να πιαστούν, να πιστέψουν. Και τους ρίξατε στον εφιάλτη μιας ζωής αβάσταχτης, χωρίς αύριο.
Και ζητούσαν τις μέρες εκείνες οι άνθρωποι μια δουλειά τίμια, για να ζήσουν. Και τους κλείνατε το μάτι με τα τριάκοντα αργύρια της προσδοκίας του ρουσφετιού.
Και ζητούσαν τα παιδιά μιαν αλάνα, για να παίξουν. Και τους δώσατε την αλάνα της αδιάφορης πέτρινης καρδιάς σας και της πνευματικής σας αλητείας.
Δεν αγαπήσατε παρά μόνο το χρήμα και την γκλαμουριά της αυλής του Αρταξέρξη.
«Τον δύσκολο τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών» ποτέ δεν επιδιώξατε.
Ανίκανοι των θαυμάτων.
Η Σίβυλλα μιλάει
«… χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά.
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν. ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.»
«… Χάμω κείτεται ο περίτεχνος αυλός,
ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία, ούτε δάφνη μαντική,
ούτε πηγή ομιλούσα. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε»
«… χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά.
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν. ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.»
«… Χάμω κείτεται ο περίτεχνος αυλός,
ο Φοίβος δεν έχει πια κατοικία, ούτε δάφνη μαντική,
ούτε πηγή ομιλούσα. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε»
«Ιδού η ουαί η τρίτη έρχεται ταχύ.» (Αποκάλυψις Ιωάννου)
Η Σίβυλλα προσκλητήριο των εν ζωή νεκρών καλεί.
Κυβερνήτης! Πε-θαμμένος!
Νεκραναστημένο ζόμπι: «κοπίδων (τσαρλατάνων) αρχηγός» (Ηράκλειτος).
Πολιτικός! Πε-θαμμένος!
Νεκραναστημένο ζόμπι: πολιτικατζής
Πολίτης! Πε-θαμμένος!
Νεκραναστημένο ζόμπι: μαζάτομο της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας.
Η ουαί η τρίτη έρχεται ταχύ.
«… μιαν απαίσια βοή,
… την σκάλα ανεβαίνει.» (Κ. Καβάφης)
… την σκάλα ανεβαίνει.» (Κ. Καβάφης)
Και «οι προβατογκαμήλες θα γκρεμιοτσακιζούντανε (Εγγονόπουλος)
«Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε» (Ν. Εγγονόπουλος).
Και πήρε σβάρνα, ο Καραΐσκος, τους κωλοπροβάλλοντες υποταχτικούς σφουγγοκωλάριους της Εσπερίας και των παγκοσμιοποιημένων Νεάντερνταλ,
φωνάζοντας:
«κλάστε μου, τώρα, τον μπούντζον.»
Αυτά τα λόγια που ακούτε και τα θαρρείτε ξένα και ίσως, μέσα στη μικροαστική σας καλλιέπεια, χυδαία, σε άλλη ζωή, σ’ αλλοτινούς παμπάλαιους καιρούς, γνωστά σάς ήτανε. Τα μίλαγε η καρδιά σας.
Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων.
Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).
Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας,
βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.
Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο, που θάρθουν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια.
Κι οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων.
Ωραίοι σαν Έλληνες.
«Έλληνες μην κιοτέψετε,
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν γραικοί σταθείτε.
Παιδιά μ’ να νταγιαντίσετε, να γίνετ’ ένα σώμα
Να μη χαθεί η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας.»
(Δημοτικό)
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν γραικοί σταθείτε.
Παιδιά μ’ να νταγιαντίσετε, να γίνετ’ ένα σώμα
Να μη χαθεί η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας.»
(Δημοτικό)