Καθώς, πουλέτε, με ξαναπήρε ο ύπνος, ενεθυμήθην του Μποστ και είδον την Eξουσίαν ντυμένην Ελλαδίτσαν να πλησιάζει τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα λέγουσα:
- Αι μέραι είναι δύσκολαι και πονηραί συγχρόνως. Για να το ξαναπάρεις όλον / Πρέπει να στρώσεις κώλον! Λέγω τω όντι περί του επιδόματος, που περιέκοψα δια το καλόν σου, ω Πειναλέων τέκνον μου, που τόχες το μυελόν σου; Βρε Ανεργίτσα κόρη μου, κόρη της εξουσίας / εσύ που είσαι αδελφή της πτώχειας, της πενίας / πές του του Πειναλέοντα δια την οκνηρία, που είν΄ η μόνη πταίουσα δια την συγκυρία...
Μα την διέκοψε ποδηλάτης τις, ο οποίος αφιχθέντος και σταθέντος στη γωνιά, μόστραρε το μουστάκι του και έκανε σαρδάμ. Το δε του ποδηλάτου αριστερό πόδι είχε πιαστεί στην αλυσίδα και με κόπο έκανε πετάλι αλλά μόνο με το δεξί. Και είπεν ο ποδηλάτης:
- Ουπς και συγνώμην κι΄ έσφαλα! Μη μου προσάψεις δόλον / εκ λάθους μόνον δηλαδή / σας ξέσκισα τον κώλον. Η Μέρκελ πούναι Γερμανίς χαράτσι είπε να σας βάλω / όμως εγώ μεράκλωσα ... σας τόβαλα και τάλλο.
Τότε και μόνο τότε, ο Πειναλέων πούναι αγόρι τσίφτικο και καλοζωγραφισμένο, ταπήρε στο κρανίο. Κι΄ επειδή δεν τούχε μείνει ούτε σάλιο δια να πτύσει, αντίς να στρώσει κώλον, μπροστά στα μάτια της αδερφής του της Ανεργίτσας, πήδηξε την εξουσία - πουχε ντυθεί Ελλαδίτσα - άνευ σiέλου και παρά φύσιν. Καθώς δε, πισογλεντούσε, σιγοτραγουδούσε ...
- Η φουτάνα η ανεργία / μέρριξε στην ακολασία. - Και του πρωκτού σου η τέχνη / μέκανε καλλιιτέχνη. Ωωωωωπα!
- Το άζμα διέκοψε η Ανεργίτσα η οποία θεώρησε καθήκον της να χαστουκίσει τον Πειναλέοντα λέγουσα: "Ποιαν είπες φουτάνα ρεΕΕΕ!"
Κατόπιν, ο χαστουκισθής Πειναλέον, έριξε με τη σειρά του ένα σοσιαλιστικό χαστούκι στον πανελληνίως σοσιαλιστή ποδηλάτη με τον μύστακα, και επειδή είχε πάρει φόρα, τον πήδηξε και αυτόν άνευ σιέλου... και όταν ολοκλήρωσε, τον κοίταξε με τα λάγνα του τα μάτια και του είπε:
- Το βράδυ θα είμαι μετά του Αλφόνσου / του άνεργου νταλικέρη. - Φέρε εκ της βουλής συναδελφόν σου / χαρά μας να πηδήξουμε, ολάκερο τ΄ ασκέρι
Μετά ξύπνησα, ντύθηκα, πήγα στη δουλειά, γύρισα, ξεντύθηκα και ξανακοιμήθηκα. Πρίν όμως ξανακοιμηθώ, έφαγα, ήπχια καφέ και ένα ούζο με παγάκια, και είδα στις ειδήσεις τον Πειναλέοντα ντυμένο απεργό, και γυάλιζε το μάτι του... και προσπαθούσε να φτύσει μα δε τούχε μείνει σάλιο...
Μπορώ άρα να υποθέσω πως το πήδημα που θα φάνε μερικοί μερικοί θα είναι άνευ σιέλου και παραφύσιν.... μα θα το θέλει κι΄ο θεός!