Ο κόσμος μπήκε στις αρχικές φάσεις ενός νομισματικού πολέμου που αφορά στις ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων. Η σύγκρουση αυτή επηρεάζει τις εμπορικές πολιτικές, φέρνει τον προστατευτισμό, περιορίζει τη ροή κεφαλαίων, και δυσχεραίνει την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Ποιος φταίει για αυτή τη κατάσταση, και τι μέλλει γενέσθαι;
Το ζήτημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάποιες χώρες κάνουν «μπαμπεσιές», κρατώντας την αξία του νομίσματός τους τεχνητά χαμηλή, με σκοπό τη τόνωση των εξαγωγών και τον περιορισμό των εισαγωγών τους.
Ο συνήθης ύποπτος, με βάση τη παραπάνω άποψη, είναι η Κίνα, αν και το ΔΝΤ δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Αν όμως δούμε το θέμα πιο γενικά, η παρούσα κατάσταση οφείλεται κυρίως στην άρνηση της Ευρώπης να αναμορφώσει τη παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με την χρόνια πολιτική κακοδιαχείριση και τις αυταπάτες των ΗΠΑ.
Σίγουρα φταίει και η Κίνα. Είτε λόγω σχεδιασμού, είτε λόγω τύχης, η Κίνα βρέθηκε εδώ και μια δεκαετία να συσσωρεύει τεράστια συναλλαγματικά αποθεματικά, με μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, σπεύδοντας να αγοράσει όλα τα δολάρια που αυτό δημιουργούσε. Στα περισσότερα κράτη, μια τέτοια παρεμβατική πολιτική θα ανέβαζε τον πληθωρισμό, επειδή οι κεντρικές τράπεζες εκδίδουν χρήμα σε τοπικά νομίσματα ως αντάλλαγμα για το δολάριο. Όμως επειδή η κινεζική οικονομία είναι αυστηρά ελεγχόμενη, και οι επιλογές των επενδυτών ελάχιστες, ο πληθωρισμός δεν εμφανίστηκε.
Αυτό επέτρεψε στη Κίνα να συσσωρεύσει σχεδόν $3 τρισεκατομμύρια σε συνάλλαγμα. Το πλεόνασμά της, πριν τη κρίση του 2008, ήταν στο 11% του ΑΕΠ. Και οι εξαγωγείς της συνεχίζουν να πιέζουν, ώστε να παραμείνει η κατάσταση ως έχει.
Κανονικά, ο ρόλος του ΔΝΤ είναι να πιέζει τις χώρες με υποτιμημένο νόμισμα να το αφήσουν να πάρει αξία. Η ρητορική του είναι όντως φιλόδοξη. Στη πραγματικότητα όμως, το ΔΝΤ δεν έχει καμιά εξουσία επί της Κίνας, αλλά ούτε και επί οποιουδήποτε άλλου κράτους με παρόμοιο πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου.
Δυστυχώς, το ΔΝΤ είναι ένοχο, και διαπράττει ύβρη. Ο χειρισμός εκ μέρους του της ασιατικής κρίσης της περιόδου 1997-1998 το κατέστησε αναξιόπιστο στα μάτια των αναδυόμενων οικονομιών, οι οποίες δεν πιστεύουν πως προστατεύει τα συμφέροντα τους. Εδώ φταίνε και οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι έχουν δυσανάλογα μεγάλη εκπροσώπηση στο ΔΣ του ΔΝΤ, αρνούμενοι να παραχωρήσουν τη θέση τους σε κάποιες από τις νέες οικονομίες. Το αποτέλεσμα είναι πως αυτές οι χώρες, φοβούμενες μη τυχόν και χρειαστούν τη «βοήθεια» του ΔΝΤ στο μέλλον, ακολουθούν τη πολιτική της Κίνας, συσσωρεύοντας πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο. Στη πράξη, αυτό σημαίνει τεχνητή διατήρηση της υποτίμησης των εθνικών τους νομισμάτων.
Ένας άλλος μεγάλος «φταίχτης» είναι και οι ΗΠΑ, για τρεις λόγους. Οι περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες αισθάνονται τεράστιες πιέσεις για αύξηση της ισοτιμίας του νομίσματός τους. Οι επενδυτές στη Βραζιλία έχουν σπρέντς 11%, την ίδια ώρα που τα αντίστοιχα στην Αμερική είναι στο 2-3%. Αυτό είναι σαν ένα στημένο στοίχημα.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ρεκόρ ελλειμμάτων τα τελευταία δέκα χρόνια, καθώς η πολιτική τους ηγεσία επαναπαύθηκε με την υπερκατανάλωση. Η Αμερική ζούσε και ζει πέρα από τα μέσα της. Τα ελλείμματα όμως αυτά συντηρούν τα πλεονάσματα άλλων χωρών όπως η Κίνα. Αν κάποια ομάδα κρατών θέλει πλεόνασμα, κάποια άλλη θα πρέπει να έχει έλλειμμα.
Η κυβέρνηση του Μπους συνήθιζε να λέει πως η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ αποτελεί ένα δώρο προς τον έξω κόσμο. Όμως η Αμερική το παράκανε με την υπερκατανάλωση. Και η άποψη πως η μείωση των φόρων θα οδηγούσε σε αυξημένη παραγωγικότητα, αποδείχθηκε ψευδής.
Τρίτον, η ροή κεφαλαίων κατευθύνεται από τις νέες οικονομίες προς τις ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει όταν έχεις πλεόνασμα εκεί, και έλλειμμα στην Αμερική. Όμως η μεγάλη ροή κεφαλαίων γίνεται από αναδυόμενη οικονομία σε αναδυόμενη οικονομία, μέσω των μεγάλων τραπεζών που στηρίζονται από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Για τους διεθνείς επενδυτές, οι τράπεζες που είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν, είναι ιδανικές για να τοποθετήσουν τα λεφτά τους, αρκεί αυτός που εκδίδει τα ομόλογα να μη κινδυνεύει να χρεοκοπήσει. Όμως τι τα κάνουν τα λεφτά οι τράπεζες;
Όταν είχε γίνει κάτι παρόμοιο τη δεκαετία του `70, με τα τεράστια έσοδα από το πετρέλαιο, οι δυτικές τράπεζες δάνεισαν κράτη στη λατινική Αμερική, και τις κομμουνιστικές Πολωνία και Ρουμανία. Αυτό όμως ήταν μια λανθασμένη κίνηση που οδήγησε στη μεγάλη κρίση δανείων του 1982.
Σήμερα οδεύουμε προς μια παρόμοια κρίση, πλην όμως μεγαλύτερης κλίμακας. Οι τράπεζες, οι επενδυτές, και όλοι γενικά οι «παίκτες», έχουν ισχυρά κίνητρα να ποντάρουν σε ρίσκα καθώς μπαίνουμε στον κύκλο όπου αυτοί κερδίζουν και οι φορολογούμενοι χάνουν. Η Wall Street άλλωστε έσπασε πάλι κάθε ρεκόρ σε αμοιβές στελεχών της!
Οι νομισματικοί πόλεμοι, από μόνοι τους αποτελούν απλές αψιμαχίες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο πυρήνας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος είναι ασταθής, και η απρόσεκτη κερδοσκοπία μάλλον θα οδηγήσει για μια ακόμη φορά σε τεράστιες παράπλευρες απώλειες.
Του: Simon Johnson, former chief economist of the IMF, professor at MIT Sloan, and a senior fellow at the Peterson Institute for International Economics.
S.A.- Project Syndicate