Εσύ τον σκότωσες, που δημιούργησες μια πολιτεία που σκοτώνει τους πολίτες της, με όπλο τους άχρηστους ασύδοτους ανίκανους κυβερνήτες της και άρχοντές της. «Που κατά βάθος έγιναν /σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων.» (Κ. Καβάφης). «Μέτριοι άψυχοι μεγαλοκατεργάρηδες με το δέος της οικονομίας» (Γ. Σεφέρης) και την αδιαφορία για τις ανθρώπινες αξίες.
«Μιλούν για τη μεγάλη κρίση με το στόμα. Στην ψυχή τους καμία αλλοίωση. Μένουν όπως πάντα οι άνθρωποι της πλατείας Συντάγματος, οι άνθρωποι του Κολωνακίου» (Γ. Σεφέρης).
Χωρίς στρατηγικό σκοπό έγινε στάχτη ο τόπος ανεύθυνα και ασύδοτα.
Από τα παπατζίδικα κόλπα των Ευρωπαίων δημοσίων υπαλλήλων — που «ξυπνούν, ξυρίζουνται κι αρχίζουν μεροκάματο τον σκοτωμό» (Γ. Σεφέρης) των ανθρώπων (θυμάστε τη Γιουγκοσλαβία; Και το Ιράκ; Και το Αφγανιστάν;), των αξιών, των συνειδήσεων — και των ντόπιων σφουγγοκωλαρίων τους, εξαρτάται αν θα καταστραφεί η χώρα. Η «Ελλάδα το εξανδραποδισμένο έθνος».
Εσύ, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ, Κυβερνήτη ολίγιστε με τ’ όνομα. Αδιάφορε, κουρασμένε κατά δήλωσίν σου, που άφησες τους παρατρεχάμενούς της αυλής σου να καθορίζουν την κυβερνητική πολιτική. Βατοπέδι και Siemens και ομόλογα και υποκλοπές και DVD κομιστών. Και όταν η μπόχα ξέφυγε από το υπόγειο της αυλής σου, καμώνεσαι πως δεν ήξερες. Και στο τέλος εξαφανίζεσαι, αφού παρέγραψες των δικών σου και άλλων τα σκάνδαλα. Μια υπόθεση, λες, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, περίπου.
Στρουθοκαμήλα της εξουσίας.
Εσύ, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ, Κυβερνήτη του εκσυγχρονισμού της χρηματιστηριακής φούσκας και του στρατηγού, κουβαλητή της ζημενσοβαλίτσας στα κομματικά, κατά πως αυτός λέει, στα ταμεία. Και του Μαντέλη, που αμάρτησε για την εκλογική του περιφέρεια με τη χορηγία της Ζήμενς και για την κόρη του. Και του χλιδάτου Υπουργού του σοσιαλισμού, του ωραίου Μπρούμελ. Και διαμηνύεις πως οργίζεσαι, και αγανακτείς, διότι, λέει δεν ήξερες. Γίνεται να είναι τόσο τυφλός και κωφός ο Κυβερνήτης;
Εσύ, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ, άρχοντα της οικονομίας πολυώνυμε, με τα πολλά ταλέντα στη δημιουργική λογιστική και την αλχημεία, που αυξομειώνεις το έλλειμμα, κατά πως βολεύει, και τώρα, που οι ομοϊδεάτες σου, της Εσπερίας, ξερνούν την αλήθεια, καμώνεσαι πως αυτοί μόνο φταίνε και συ δεν ήξερες. Ήξερες, μα έλεγες ψέματα.
Εσύ, ο άρχων των οικονομικών, με φόρο αίματος και εν ονόματι της σωτηρίας της Πατρίδας, προσπαθώντας να γεμίσεις τον λάκκο των άδειων κρατικών ταμείων. Τον λάκκο, που εσύ τον έσκαψες, μαζί με τους δόλιους και ανίκανους διοικητές των ΔΕΚΟ, που τις λεηλάτησαν και που εσύ διόρισες.
Και κουτσουρεύεις, τώρα, τον μισθό του βιοπαλαιστή, τη σύνταξη του φουκαρά συνταξιούχου. Περικόπτεις τη δεκάρα για το δώρο στα εγγόνια. Το ευρώ για τη βοήθεια στον άνεργο-γιο. Και ας σκάνε οι σαπιοκοιλιές από τα άνομα κέρδη τους.
Και κόπτεσαι, δήθεν, για την Πατρίδα, που εσύ και οι όμοιοί σου περιφέρετε κουρελοντυμένη στα σαλόνια της Εσπερίας.
«Γίνεται να συχωρεθείς απολαμβάνοντας το άδικο;» (Ο. Ελύτης).
Εσύ, πολιτικάντη, εσύ τον σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Αδίστακτε, που με τον τζόγο, κρατικό και ιδιωτικό, πας να γεμίσεις τα άδεια σου ταμεία, αδειάζοντας τις τσέπες του κοσμάκη, που έχει πια εναποθέσει τις ελπίδες του στη θεά τύχη.
«Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια» (Γ. Σεφέρης).
Εσύ, τον σκότωσες, πολιτικατζή με το γυάλινο πρόσωπο το μαργωμένο πονηρό χαμόγελο. Ψηφοσυλλέκτη της ψήφου των αναγκεμένων ανθρώπων. Τον μαζοχυλό των ψηφοφόρων, όπως τους κατάντησες, σαν τα μούτρα σου — «το της όλης πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι» (Ισοκράτης).
Εσύ, πολιτικατζή, που μπήκες ξεβράκωτος στην πολιτική και διά της πολιτικής απόκτησες βίλες και κότερα και επιδεικνύεις ασύστολα τη χλιδή σου, μπερδεύοντας το νόμιμο με το ηθικό. Ξεδιάντροπε των πολλών διαμερισμάτων και των κτημάτων και των μετοχών (τι θα τα κάνεις όλα αυτά; Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες).
Εσύ, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ, δικαστή που μοίρασες Δικαιοσύνη, κλείνοντας το μάτι στον ισχυρό, σανιδώνοντας το δίκαιο και τον νόμο για να περάσουν αβρόχοις ποσί οι καπάτσοι διαπλεκόμενοι με τους εωσφοράκους, χαντακώνοντας τον ανήμπορο.
Εσύ, τον σκότωσες, διανοούμενε, ο ανίκανος να μιλήσεις τη γλώσσα του Ελληνισμού, που είναι η ιδέα της αξιοσύνης και της ελευθερίας του ανθρώπου. Που ζεις σαν πτώμα τυμπανιαίο, σκαρφαλωμένος πάνω στο άδειο σου κεφάλι, που έτσι κι αλλιώς δεν σου χρειάζεται, γιατί το έχει αντικαταστήσει η εύκαμπτη σπονδυλική σου στήλη. Και μόνη σου έγνοια να καθίσεις τον κώλο σου πάνω στην έδρα της Ακαδημίας.
Εσύ, διεφθαρμένε πλουτοκράτη, βουλιμικέ κοιλιόδουλε. Αναίσχυντε μεταπράτη κάθε αξίας. Εσύ, χρυσοκωλόπαιδο της αμεριμνησίας και της διαφθοράς. Άχθος αρούρης που βρομίζεις τα πάντα, κι αυτήν τη γη που πατάς και την καταπατάς παράνομα.
Εσύ, τον σκότωσες, άθλιε των χαφιέδων. Ξεπεσμένε πόρνε! Βιαστή των ελπίδων των φτωχών ανθρώπων. Εξωνημένε έμπορα των ελπίδων ενός ολοκλήρου λάου. Εσύ, που θησαυρίζεις στον θάνατο του εμποράκου. Εσύ, που στο ράντζο του αναγκεμένου άρρωστου ζητάς φακελάκι.
Εσύ, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ, Ελληναρά, οπαδέ της αρπαχτής και του σταρχιδισμού, με το «κούφιο νταηλίκι» (Κ. Παλαμάς). Οπαδέ του «ό,τι φάμε, ότι πιούμε, και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» και του «Πούστευε και μην ερεύνα» (Τζίμης Πανούσης).
Εσύ, ο πουλημένος στη γκλαμουράτη Εσπερία των Νεοευρωπαίων, που λησμόνησαν τις πανανθρώπινες αξίες του ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού — και αλέθουν τις σάρκες και τις ψυχές των λαών στη μηχανή του νεοφιλελεύθερου δόγματος της Νέας Οικονομικής Ιδεολογίας των ασύδοτων αγορών της κερδοσκοπίας.
Εσύ, Νεοελληναρά, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ που έγινες για τους ξένους, που τόσο θαυμάζεις και ευλαβικά προσκυνάς, «The Greek malaka». Πονούν, ωρέ, τα παλικάρια. Πονούν και σκούζουν όταν κωλοπροβάλλουν και εισπράττουν το παλούκι ΔΝΤ και της τρόικας του μηχανισμού στήριξης.
«Μας μεταχειρίστηκαν σαν ανθρώπους άλλης φυλής που τους κάνουν ελεημοσύνη... Ευρωπαϊκός πολιτισμός μπιχλιμπίδι. Να χέσω τον ευρωπαϊκό πολιτισμό je m'en fous de la civilisation europeenne» (Γ. Σεφέρης)
Εσύ, σκότωσες τον τελευταίο Έλληνα. Εσύ, που παριστάνεις τον πατριώτη, ο πατριδέμπορος. Και πουλάς «κούφιο νταηλίκι» (Κ. Παλαμάς) .
Αρχαιοκάπηλε του κλέους εκείνων των Ελλήνων. Ψευτοέλληνα.
«Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, χειρότεροι από τον κόρακα όπου βγήκε από την Κιβωτό και εθρέφοταν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του κόσμου» (Σολωμός).
«Μας σκοτώνουν με μικρές δόσεις πολύ ταχτικά πολύ σιωπηλά, πολύ σοφά ... Δεν έχουμε να σώσουμε τίποτα σ αυτόν τον πολιτισμό» (Γ. Σεφέρης).
Φαρμακωμένο να είναι το πλούσιο τραπέζι των ασυνείδητων, που κλέβουν τον ιδρώτα του εργάτη.
Βούλα πυρακτωμένη στην άδεια καρδιά τους το κλεμμένο νόμισμα του μεροκαματιάρη λαού.
Οι Ερινύες πλησιάζουν με γοργό βήμα. Το νιώθετε;
«Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες» (Γ. Σεφέρης) πατριδέμποροι, χριστέμποροι, σκλάβοι του χρήματος και της αδικίας, δεν μπορείτε να κρυφτείτε από το σκοτεινό μάτι των Ερινύων.
Αυτές δεν μπερδεύουν το ηθικό με το νόμιμο. Και θα ζητήσουν και θα πάρουν εκδίκηση.
Όταν έλθει ο καιρός της Δημοκρατίας του Δίκαιου Λόγου.