Περπατάς ανάμεσα στους ανθρώπους και χίλια πράγματα σε ενοχλούν και σε θυμώνουν. Σκέψου όμως ότι ίσως αυτό να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολύ σημασία που τους δίνεις, στον τρόπο που υπερεκτιμάς τη φύση τους. Τους θεωρείς φορείς του καλού και του κακού, φορείς κάποιας θείας φύσης ή ελεύθερης βούλησης, αλλά είναι αυτή η σωστή αντίληψη; Ένας λογικός άνθρωπος δεν θυμώνει όταν του επιτίθεται ένα πεινασμένο ή τρομαγμένο ζώο, κάνοντας φυσικά όσα πρέπει για να αμυνθεί όσο διαρκεί η απειλή. Σκέψου τώρα ότι ο άνθρωπος που πετά ένα χαρτί στο δρόμο ή αδικεί για να υπηρετήσει την ιδιοτέλειά του δεν είναι παρά ένα έρμαιο ορμών και παρορμήσεων, είναι λιγότερο ελεύθερος από ένα ζώο. Τι σημασία έχει ότι μιλάει και μοιάζει να έχει κάποια λογική σκέψη; Μη σε ξεγελούν αυτά. Η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι και αυτή ένα φυσικό φαινόμενο, όπως η βροχή, όπως μια φυσική καταστροφή. Μπορείς, με αυτό τον τρόπο, ακόμη και να περπατάς σε μια άσχημη πόλη όπως αυτή που ζω και να παρατηρείς τους άσχημους ανθρώπους που σε περιστοιχίζουν ακριβώς όπως παρατηρείς ένα ηφαιστειακό τοπίο, ένα πλήθος άγριων ζώων. Με αυτό τον τρόπο, ίσως να ανακαλύψεις ότι μπορείς να δεις με συγκατάβαση, για να μην πω συμπάθεια, ακόμη και αυτούς που κάνουν τα χειρότερα.
Κοίταξέ τους, κρεάτινα συστήματα που δεν έχουν κανένα έλεγχο στη βούλησή τους, που νομίζουν, οι αφελείς, ότι είναι δική τους. Καθορίζονται από τις γενετικές καταβολές τους και τις επιδράσεις από το περιβάλλον τους. Αξίζει να οργίζεσαι για αυτούς, ακόμη και όταν σε βλάπτουν; Κάνεις ό,τι μπορείς, τους αποφεύγεις, τους χειραγωγείς, τους χρησιμοποιείς για να επιτευχθεί αυτό που θεωρείς σωστό, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορείς να θυμώσεις με ένα είδος πιθήκου, έστω και αν αυτό είναι το χειρότερο που υπάρχει, έστω και αν εκτελεί τα αναπαραγωγικά τελετουργικά του και ανταγωνίζεται για την αρχηγία της αγέλης κραδαίνοντας πυρηνικά όπλα. Κοίτα πώς πάει να κρύψει τη γύμνια του με χρωματιστά υφάσματα, πώς στολίζει τις αθλιότητές του με γυαλιστερά μπιχλιμπίδια. Με όλα του τα κόλπα, αντί να κρύψει, κάνει ακόμη πιο προφανή την αχρειότητά του. Ανεβαίνει στον ψηλό βωμό να θυσιάσει στους θεούς του και, έτσι, όλοι βλέπουν από κάτω τον κώλο του. Κρίμα, βέβαια, που είχαμε την ατυχία να ζούμε ανάμεσά τους και να έχουμε την όψη τους. Εσύ και εγώ δεν είμαστε, φυσικά, σαν και αυτούς, έτσι δεν είναι;
Πόσο θα άλλαζε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας εάν στρέφαμε αυτό το ίδιο βλέμμα καταπάνω μας; Πόσο θα άλλαζε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο εάν οχυρωνόμασταν σαν παρατηρητές καρχαριών μέσα σε ένα κλουβί παρατήρησης στα βάθη της θάλασσας, επιστρατεύοντας όσο καλύτερα μπορούμε ό,τι είναι καθαρή συνείδηση μέσα μας, χωρίς λέξεις, χωρίς καμία κρίση, χωρίς καμία ερμηνεία και απλώς παρατηρούσαμε όσα γίνονται στο μυαλό μας, όσα αντιλαμβανόμαστε από τις αισθήσεις μας, τις ίδιες μας τις σκέψεις, σαν ξένα πράγματα, σαν κάτι που είναι εκεί έξω; Πώς θα ήταν να βιώναμε έστω και μία στιγμή καθαρής, ανόθευτης συνειδητότητας, χωρίς κανένα φόβο, χωρίς καμία ελπίδα, χωρίς κανένα υπολογισμό, απαρνούμενοι σαν ξένα όσα μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι είναι εγώ; Μήπως είναι αυτή η απόλυτη, η υπέρτατη ελευθερία στην οποία μπορεί να ελπίζει ένα άνθρωπος; Το τέλος της δυστυχίας και της ευτυχίας, αλλά το άνοιγμα μιας πύλης σε κάτι άλλο; Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, αλλα........