Μεγάλωσα αρκετά πια. Είμαι σε αυτή την ηλικία που δεν μπορείς να αλλάξεις πολλά και το να ονειρευτείς, γνωρίζεις καλά, ότι είναι εγκεφαλική συνήθεια ενός αυθόρμητου παλαιού εαυτού. Σε αυτή την ηλικία έχεις σταματήσει να σε ενδιαφέρουν οι προσωπικές αναμνήσεις και ψάχνεις σημαντικότερες που δεν είναι άλλες από τις συλλογικές. Αυτές που συνετέλεσαν να αλλάξουν κάτι προς το καλύτερο σε αυτόν εδώ τον τόπο.Είναι τραγικό να είσαι μέρος ενός λαού που έχει μείνει στάσιμος, σαν ποτάμι που δεν βρήκε ποτέ θάλασσα παρά έγινε λίμνη και με τον καιρό βάλτος. Μέρος ενός λαού που κλέβει τις αναμνήσεις παλαιότερων γενεών για να δικαιολογήσει τον σημερινό αδικαιολόγητο λόγο ύπαρξής του. Δεν μιλώ για «εθνική υπερηφάνεια» διότι είναι σχήμα οξύμωρο εφόσον η υπερηφάνεια κρίνεται από την πορεία αυτού που την κουβαλά. Η υπερηφάνεια κομματιάστηκε και πουλήθηκε, προσωπικά από τον καθένα μας, σε γκαλερί που εκθέτει τους ατομικούς εξευτελισμούς τού κάθε πλανόδιου «ηγέτη», που ήθελε και θέλει να διαφεντεύει τις αξίες μας. Μιλώ για την συλλογική κατανόηση του τελματώσαμε. Να βάλουμε κάτω τις πλάστιγγες και να ζυγίσουμε τι έχουμε να χάσουμε από την προσωπική μας κληρονομιά για να δώσουμε στην συλλογική, πριν τα σκουλήκια κάνουν πάρτι στα κορμιά μας.
Η πρόταση που ηχεί έντονα στα αφτιά μου, χρόνια τώρα, είναι: «Τι θα κερδίσω εγώ;». Την έχω ακούσει σε καφενεία, σε κομματικά γραφεία, σε διεκδικήσεις, στο super market, στο δρόμο, στα χωράφια, στην δουλειά μου, στην παραλία, στα βουνά, στα χωριά και στις μεγαλουπόλεις. Αντάλλαγμα κέρδους έγινε η αξιοπρέπεια. Κόβουμε επί δεκαετίες τιμολόγια παροχής υπηρεσιών για την πουλημένη συνείδηση μας, για την εθελοτυφλία μας, για το προσωπικό μας κέρδος. Λες κι αν βγάλεις αναίμακτα αυτόν τον χρόνο δεν θα σε βρει τον επόμενο το «τι θα κερδίσω εγώ;» ενός άλλου δειλού που ήρθε η ώρα να κόψει το δικό του τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών.
Καμιά οικονομική κρίση δεν πρόκειται να χτυπήσει αυτή εδώ την χώρα. Διότι η Ελλάδα δεν έχει λαό, έχει άτομα. Διότι στην Ελλάδα δεν κόβουμε τιμολόγια πώλησης ή αγοράς αλλά παροχής υπηρεσιών. Και από υπηρέτες αυτή η χώρα άλλο τίποτε. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό και με μεγάλη σιγουριά βάζουμε τις υπογραφές μας κάτω από το «Τοις μετρητοίς» σα να μην είναι τίποτε το σπουδαίο. Ή μάλλον δεν είναι τίποτε το σπουδαίο. Το όνομά σου δεν έχει καμία βαρύτητα και το ξέρεις. Σήμερα το βάζεις εδώ, αύριο αλλού. Το όνομα ακολουθεί το έργο σου και από έργο πάσχουμε δεκαετίες. Κληρονομούμε σε αυτούς που θα έρθουν υπογραφές και είναι πραγματικά ειρωνικό όταν κάποτε για μία υπογραφή έπαιξαν κάποιοι το κεφάλι τους. Το «Επί πιστώσει» χάθηκε. Την αξιοπρέπεια την πουλάμε με τη μία. Φθηνά και επικινδύνως επιπόλαια.
Δεν έχω να νοσταλγώ τίποτε. Ήρθα, μεγάλωσα και θα φύγω μέσα σε έναν γεωγραφικό χώρο και σε μία ιστορική περίοδο που δεν θα αφήσει τίποτε στους επόμενους παρά μόνο στοίβες κομμένα τιμολόγια καμιάς προσφοράς, μόνο παροχής. Μη ανακυκλώσιμα και άκρως ραδιενεργά.