Η ανησυχία που έχει ζώσει την κυρίαρχη τάξη, μην τυχόν και σκοντάψει η επιχειρούμενη καπιταλιστική ανασυγκρότηση που επιχειρείται με αφορμή το «δημοσιονομικό πρόβλημα» της χώρας, με την αγαστή συνεργασία τρόικας-κυβέρνησης, είναι ολοφάνερη στην εργώδη προσπάθεια που καταβάλουν τα μμε προκειμένου να καλλιεργήσουν ένα κλίμα ευρείας κοινωνικής συναίνεσης στις ωμές πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων. Να παρουσιάσουν την υποταγή μας στους όρους του μνημονίου ως επώδυνο άχθος μεν, πατριωτικό καθήκον να το κουβαλήσουμε αδιαμαρτύρητα στις πλάτες μας δε. Και τον πρωθυπουργό, ως πανταχόθεν βαλλόμενο πραγματιστή «επαναστάτη» ο οποίος συγκρούεται με τους «κερδοσκόπους», τα «συμφέροντα», τη «διαφθορά» και το «κατεστημένο», για να σωθεί η οικονομία της χώρας, και ταυτόχρονα, για να μπει επί τέλους μια τάξη στο χάος και στην ανομία που επικρατούν. Μόνο έτσι θα μπορέσουν ν’ απελευθερωθούν επιτέλους οι «υγιείς δυνάμεις» της κοινωνίας, που ως τώρα παραμένουν αιχμάλωτες στον «φαύλο κύκλο» της διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητας, η θετική, δημιουργική πνοή των οποίων θα αναστήσει τη χώρα και θα μας οδηγήσει στο ξέφωτο της ευημερίας. Αμήν!
Κανάλια, εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες και ραδιόφωνα έχουν βαλθεί λίγο πολύ να μας πείσουν πως πρέπει να εκλαμβάνουμε το σκλάβωμά μας στις επιταγές των «δανειστών» και την επίθεση στα δικαιώματα και στη ζωή μας σαν τη θεόσταλτη ευκαιρία για να σωθούμε κάποτε από την κακοδαιμονία που μαστίζει την κοινωνία και το κράτος «μας», από τις «στρεβλώσεις» δηλαδή, τους «αναχρονισμούς» και τις «καθυστερήσεις». Και να μπορέσουμε να ξεπληρώσουμε φυσικά και το απεχθές δημόσιο χρέος... Ναι, πράγματι, όπως λένε, «η Ελλάδα μπορεί» να ξεκινήσει έναν νέο, «ενάρετο κύκλο» ευημερίας, αρκεί να βάλουμε «όλοι μαζί» ένα χεράκι!
Προφανώς, όσοι πιστεύουν πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για «να τα καταφέρουμε», μάλλον δεν ξέρουν εκείνο το παλιό ανέκδοτο με τον γάιδαρο του Χότζα: πάνω που ο Χότζας είχε μάθει τον γάιδαρό του να μην τρώει, εκείνος ο μπαγάσας πήγε και ψόφησε!
Έτσι είναι. Αντί να μιλούν για τη διαρθρωτική βία που γίνεται όλο και πιο βάρβαρη και ανορθολογική, με την έννοια ότι αγνοεί τη ζωή και τους ανθρώπους προκειμένου να εξασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες αναπαραγωγής και επέκτασης του κεφαλαίου, αυτό που τους κόφτει πάνω απ’ όλα είναι το πώς θα αποτρέψουν το ανεξέλεγκτο, αιφνίδιο ξέσπασμα της υποκειμενικής βίας, πώς θα αποφύγουν την πιθανή μετατόπιση του «σημείου διαρραφής» των σημαινόντων, του σημείου «νοηματοδότησης», το οποίο μπορεί να μετατοπιστεί επικίνδυνα, και να λειτουργήσει ως «passage à l' acte», μια αποφασιστική χειρονομία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ικανή να αλλάξει ριζικά τα πάντα. Αναθεματίζουν γι’ αυτόν το λόγο κάθε δυναμική αντίσταση, είτε πρόκειται για τις «παράνομες και καταχρηστικές» απεργίες που «κρατάνε όμηρο ολόκληρη την κοινωνία» είτε για το αντάρτικο πόλης, το οποίο ταυτίζουν με το «κοινό ποινικό έγκλημα» ή παραδίδουν την ερμηνεία του στη δικαιοδοσία της ψυχανάλυσης, ως την καθ’ ύλην αρμόδια να ασχοληθεί με τις ψυχώσεις.
Πέρα από τον εν προκειμένω ασήμαντο σχετικά παράγοντα της ιδεολογίας –η οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση όμως να υποτιμάται ως πιθανό κίνητρο των λογής μεσαζόντων που αναλαμβάνουν τη βρομοδουλειά της προπαγάνδας–, συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που ελέγχουν την πλειονότητα των μμε, και τα οποία έχουν αποδείξει ότι σε αντίθεση με την εργατική τάξη διαθέτουν οξυμμένο ταξικό ένστικτο, έχουν κάθε λόγο να υποστηρίζουν τη βίαιη αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και την περιστολή των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, με στόχο την κατίσχυση επί των δυνάμεων του ταξικού εχθρού και τον αφοπλισμό του από όποια μέσα διεκδίκησης και αντίστασης διαθέτει. Όπως επίσης έχουν κάθε λόγο να στηρίζουν την αποδιάρθρωση του (εκ συστάσεως καχεκτικού, διεφθαρμένου και ανεπαρκούς) κράτους πρόνοιας, διότι έτσι θα δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες κερδοφόρων επενδύσεων σε τομείς που μέχρι χθες αποτελούσαν (έστω και εν μέρει) δωρεάν ή χαμηλού κόστους κοινωνικές παροχές, όπως η υγεία, η παιδεία, η ενέργεια, η υδροδότηση, οι δημόσιες μεταφορές, οι συγκοινωνίες. Ταυτοχρόνως, προσβλέπουν στον μέγιστο περιορισμό της συμμετοχής του κεφαλαίου στο κόστος συντήρησης και αναπαραγωγής της απαιτούμενης για την κερδοφορία του εργατικής δύναμης. Όσοι περισσεύουν, καθώς δεν χωράνε στα όχι και τόσο πρωτότυπα «εκσυγχρονιστικά» σχέδια, ντόπιοι ή μετανάστες, ας ριχτούν στον Καιάδα της απόλυτης φτώχιας ή, αν είναι πιο τυχεροί, ας ζήσουν στο όριο, ελαστικά απασχολούμενοι δια βίου, με πενιχρό εισόδημα και προδιαγεγραμμένο μέλλον. Ας είμαστε πραγματιστές. Στο κάτω-κάτω υπάρχει και η αρωγή της Εκκλησίας για να συνδράμει τους πιο άτυχους...
Όλα αυτά παρουσιάζονται με περίσσιο θράσος και επιμονή ως η μοναδική θεραπεία για το πάσχον από χρόνια βαριά ασθένεια κοινωνικό σώμα. Δηλαδή της μίας και ομ(οι)ογενούς ελληνικής κοινωνίας, που δεν γνωρίζει κανέναν ταξικό διαχωρισμό, ούτε βλέπει την αξεπέραστη αντίφαση μεταξύ ενός αφηρημένου γενικού συμφέροντος («Να σώσουμε την πατρίδα») και των επί μέρους συγκεκριμένων συμφερόντων που επωφελούνται σκανδαλωδώς ενώ σε όλους τους υπόλοιπους επιβάλλεται να πληρώσουν τα σπασμένα. Ο εκβιαστικός τρόπος με τον οποίον το κράτος περιέκοψε το εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων συνταξιούχων και εργαζομένων του δημόσιου τομέα, συμψηφίζεται με το «ανελέητο κυνήγι της φοροδιαφυγής» των εχόντων. Πολλοί πληρώνουν με το ζόρι και ήδη βρίσκονται σε απόσταση ενός μόλις βήματος από την ένδεια, άλλοι «καλούνται να πληρώσουν», μειώνοντας τα κέρδη τους ή τις πολυτελείς δαπάνες τους. Όλοι μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι, για να επιβεβαιωθεί περίτρανα η πολυδιαφημισμένη ισότητα.
Στηρίζοντας, λοιπόν, την «επανάσταση του αυτονόητου», τον πρωτηγέτη της ΓΑΠ και το επιτελείο των πεφωτισμένων εκσυγχρονιστών που περήφανα τον περιστοιχίζουν, οι έλληνες καπιταλιστές στηρίζουν στην ουσία τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της τάξης τους. Διασφαλίζουν την ομαλή συνέχεια της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας της, με τις ευλογίες του κράτους και υπό την προστασία του Νόμου. Μέσα από την «κρίση» βλέπουν μια μοναδική ευκαιρία να βγουν πιο ισχυροί, αδιαφιλονίκητοι αποκλειστικοί νομείς της εξουσίας και του πλούτου.
Στηρίζουν έτσι ανεπιφύλακτα την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα προς ένα μοντέλο πειθαρχικού κράτους, ευέλικτου, σύγχρονου και λειτουργικού, ελάχιστα παρεμβατικού στην αγορά και την κίνηση του κεφαλαίου, αλλά πολύ πιο δραστήριου στην περίφραξη, στην καταστολή και στον κοινωνικό έλεγχο με σύγχρονα βιοπολιτικά μέσα. Αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν αναγκαίο «εκσυγχρονισμό» ή/και «εξορθολογισμό» της οικονομίας και του κράτους, σημαίνει τη δική τους απαλλαγή από τα εμπόδια που θέτουν φραγμούς και προσκόμματα στην αέναη επέκταση των κερδών και της δύναμής τους. Απαλλαγή κυρίως από τις «αναχρονιστικές», «ανορθολογικές» δυνάμεις της κοινωνίας που αντιστέκονται, είτε προασπίζοντας το ιδιοτελές συμφέρον τους (το κινούν αίτιο κάθε ανθρώπινου πράττειν σύμφωνα με την ατομικιστική φιλελεύθερη αντίληψη για τη δημοκρατία), είτε επιδιώκοντας τη συνολικότερη ρήξη και το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, του κράτους και της ταξικής κοινωνίας.
Εξίσου όμως καλά φαίνεται να βολεύει την κυρίαρχη τάξη και η επ’ αόριστον παράταση αυτής της «κρίσης». Αν δεν είχε ξεσπάσει όπως όλοι ανέμεναν, θα έπρεπε ίσως να την επινοήσουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές, αφού οι συνθήκες που διαμορφώνονται εν μέσω κρίσης, εκτός του ότι ξεκαθαρίζουν το τοπίο του ανταγωνισμού από το λιγότερο αποδοτικό κεφάλαιο μέσω της «δημιουργικής καταστροφής», αναδιανέμοντας την πίτα σε όλο και λιγότερα κομμάτια, σπέρνουν τον πανικό σε ολόκληρη την κοινωνία και νομιμοποιούν την επιβολή «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης». Προσφέρουν έτσι το τέλειο εργαλείο κοινωνικής πειθάρχησης. Στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, κάθε αυθαιρεσία της εξουσίας παίρνει τον χαρακτήρα «αναγκαίου μέτρου», ενώ αυτή η ίδια μπορεί να αθετεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το «συμβόλαιο με τον λαό» επισείοντας τον «άμεσο κίνδυνο» που απειλεί τη χώρα. Είναι μόνο υπό ανάλογες συνθήκες εφικτό να προωθηθούν «κατεπείγουσες δραστικές λύσεις», οδυνηρές μεν για την πλειονότητα του λαού, αναγκαίες δε για τη «σωτηρία» του.
Οι αληθινοί στόχοι της «επανάστασης» της κυβέρνησης του Πα.Σο.Κ. είναι πλέον τόσο ξεδιάντροπα προφανείς, που αντί να πετυχαίνει το στόχο της η προπαγάνδα που έχουν εξαπολύσει τα «ανεξάρτητα» μμε, εποστρακίζεται στην ανώμαλη επιφάνεια της πραγματικότητας, που όλοι βιώνουμε καθημερινά στο πετσί μας, και αστοχεί τελείως. Απ’ ό,τι φαίνεται, εκτός από τους ιδεολογικά καθηλωμένους και τους κυνικούς, έχουν απομείνει ελάχιστοι εύπιστοι και κάποιοι μάλλον αφελείς ανάμεσα στο ανηλεώς βομβαρδιζόμενο κοινό, που παραμένουν ακόμα πρόθυμοι να χάψουν αμάσητο το παραμύθι με τον κακό δράκο και το καλό πριγκιπόπουλο. Και ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που έχουν τη διάθεση να γελάσουν με τα ανέκδοτα περί πράσινης ανάπτυξης και πράσινων αλόγων. Αποδεικνύεται με δραματικό μάλλον τρόπο πως, φευ, οι ψευδαισθήσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αμείλικτη πραγματικότητα, που για τους περισσότερους επιδεινώνεται –και όχι μόνο στον οικονομικό τομέα– μέρα με τη μέρα. Αν το θέλετε, ο «πραγματισμός» έχει κι αυτός δύο όψεις.
Στο βαθύ ρήγμα που έχει ανεπανόρθωτα υποστεί η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα των σχετικά προβλέψιμων μέχρι χθες ψηφοφόρων –κυρίως των μικρομεσαίων στρωμάτων που στήριζαν με τους ψήφους τους τα δύο μεγάλα κόμματα που λυμαίνονται εδώ και τέσσερις σχεδόν δεκαετίες την εξουσία–, καταβαραθρώνονται συλλήβδην τόσο τα φιλόδοξα σχέδια της αναδιάρθρωσης όσο και οι πολιτικοί σχεδιασμοί μικρών και μεγάλων κομμάτων, αλλά και οι ψευδαισθήσεις των διάφορων φιλόδοξων ηγετίσκων και των τηλευαγγελιστών της «σωτηρίας της πατρίδας». Ούτε το Πα.Σο.Κ. ούτε κανένας άλλος κομματικός σχηματισμός είναι πλέον ικανοί να πείσουν τους οργισμένους ψηφοφόρους που αισθάνονται εξαπατημένοι, και είναι φυσικά απρόθυμοι να ανεχθούν την χωρίς προηγούμενο εξώθησή τους στην ένδεια, αφού πρώτα πρέπει να κάτσουν να τους ληστέψουν μ’ ένα χαμόγελο που συγκαλύπτει το φόβο της επαπειλούμενης βίας.
Οι ματαιωμένες προσδοκίες, ωστόσο, μπορεί να αποδειχτούν εν τέλει πιο επικίνδυνες για την εξουσία απ' ότι το διάχυτο αίσθημα κατάφορης αδικίας.
Το κουτί της Πανδώρας είναι πια ορθάνοιχτο, και είναι απλώς ζήτημα χρόνου προτού τα φαντάσματα, που τόσο καιρό παρέμεναν καλά σφραγισμένα, ξεχυθούν ορμητικά και ανεξέλεγκτα προς κάθε κατεύθυνση. Συναίνεση υπ’ αυτούς τους όρους δεν πρόκειται να υπάρξει, και τούτο είναι κάτι που η κυρίαρχη τάξη και τα κάθε λογής ανδράποδά της το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά.
Μπορεί οι εξελίξεις ν’ ακολουθούν προς το παρόν τους ρυθμούς της αυγουστιάτικης ραστώνης και τα «μπάνια του λαού» να αποφορτίζουν πρόσκαιρα την επικίνδυνα ηλεκτρισμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οσονούπω ωστόσο μπαίνει ο Σεπτέμβρης, και η κυβέρνηση, αμέσως μόλις τελειώσει η περίοδος της ιδιότυπης αυτής μονομερούς εκεχειρίας, θα βρεθεί αντιμέτωπη με πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα και με πολύ λίγες ελπίδες να μπορέσει να τα διαχειριστεί, πόσω δε να καταφέρει να τα επιλύσει.
Ενόσω λείπει όμως η γάτα, τα ποντίκια δεν σταματούν να χορεύουν.
Η τρόικα, με την τετριμμένη, ωστόσο ακόμα αποτελεσματική, τακτική του καρότου και του μαστίγιου, παρεμβαίνει πλέον ευθέως και απροκάλυπτα στη διακυβέρνηση της χώρας. Αφού παίνεψε πρώτα την «κυβερνητική βούληση» για την απαρέγκλιτη τήρηση των όρων του μνημονίου και επιβεβαίωσε ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο», εγκρίνοντας τη δεύτερη δόση του δανείου, την αμέσως επόμενη στιγμή, με τα «αλλά» και τις υποδείξεις που αντιστάθμισαν με το παραπάνω τους επαίνους (πληθωρισμός, υστέρηση δημόσιων εσόδων, απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, περεταίρω περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία και την παιδεία, εξυγίανση των ΔΕΚΟ και απολύσεις προσωπικού, αναδιάρθρωση των αστικών συγκοινωνιών, απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας με την πώληση του 40% τουλάχιστον της ΔΕΗ κ.λπ.), έθεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, το μη διαπραγματεύσιμο, αυστηρό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να κινηθεί και να λάβει τις αποφάσεις της η κυβέρνηση, υπονοώντας ευθαρσώς ότι θα πρέπει να ακολουθήσει πιο «σκληρή γραμμή» απέναντι στην οργανωμένη και την αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση προκειμένου να επισπεύσει τις αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν, όπως λένε, στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Προετοιμάζει έτσι η τρόικα το έδαφος και δίνει το αναγκαίο άλλοθι στην κυβέρνηση για ένα νέο «πακέτο μέτρων», που κάποια στιγμή, πολύ σύντομα, θα πρέπει «κατ' ανάγκη» να ληφθούν. Από την άλλη, έχει καταστεί πλέον κοινή πεποίθηση ότι τα ίδια τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα εφαρμογής των μέτρων του Προγράμματος Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας υποσκάπτουν τους μελλοντικούς στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής που θέτουν οι ιθύνοντες, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο κύκλωμα ανάδρασης, όπου τα ολοένα και πιο σκληρά μέτρα οδηγούν σε ολοένα και βαθύτερη ύφεση και οικονομική στασιμότητα, που εκτός την κοινωνική διάλυση θα επιφέρει τη διόγκωση του εξωτερικού χρέους, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτο μέγεθος. Ο «φαύλος κύκλος» από τον οποίο προσπαθούμε να ξεφύγουμε είναι ένας εξίσου φαύλος κύκλος. Και η διαφυγή από αυτόν δεν είναι εφικτή υπό τις παρούσες συνθήκες και προϋποθέσεις, με τις ίδιες τις πολιτικές που δημιουργούν το πρόβλημα να παρουσιάζονται ως η μόνη ρεαλιστική, εφικτή λύση (μείωση του κόστους παραγωγής και των δημόσιων δαπανών, για να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα, που θα προσελκύσει επενδύσεις – και ύστερα θα έρθει η ανάπτυξη...).
Το ασφυκτικά στενό περιθώριο ελιγμών που εκ των πραγμάτων έχει η κυβέρνηση-«όμηρος» των πιστωτών της χώρας και του μνημονίου που οικειοθελώς συνυπέγραψε με τους εκπροσώπους τους, αλλά και η πολιτική βούλησή της να αναδιαρθρώσει με βίαιο τρόπο την οικονομία προς όφελος του κεφαλαίου, στο πλαίσιο της γενικότερης καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, θα τη φέρουν αναπόφευκτα σε πολύ πιο δεινή θέση. Θα αποτύχει έτσι η προσπάθειά της να αποφύγει την καταβύθιση στη δίνη της πλήρους ανυποληψίας, και τα όσα είδαμε μέχρι σήμερα, στην έως τώρα θητεία της, πιθανώς να είναι απλώς το προοίμιο ενός επικείμενου πολιτικού θανάτου. Του οριστικού τέλους, δηλαδή, της εξ αρχής εύθραυστης μεταπολιτευτικής κοινωνικής συναίνεσης και των ιδιαίτερων συνθηκών που τη συντηρούσαν κουτσά-στραβά επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες.