Ανδρέας Λοβέρδος: «Ανατρέπουμε ένα νοσηρό κλίμα δεκαετιών, φέρνοντας ενώπιόν σας κυρίες και κύριοι βουλευτές, τη μεγάλη διαρθρωτική αλλαγή του ασφαλιστικού, χωρίς να υπολογίζουμε έννοια πολιτικού κόστους. Να τελειώνουμε πια με αυτή την άθλια έννοια της μεταπολίτευσης»
Να τελειώνουμε, γιατί πια ζούμε στην εποχή μιας άλλης έννοιας, απείρως αθλιότερης: της έννοιας του οικονομικού κόστους.
Αν στην εποχή του πολιτικού κόστους μια κυβέρνηση δίσταζε να πάρει αποφάσεις που θα ήταν επωφελείς μακροπρόθεσμα και συνολικά, φοβούμενη αντιδράσεις τμημάτων της κοινωνίας που ήθελαν να προασπίσουν το βραχυπρόθεσμο δικό τους συμφέρον, στην εποχή του οικονομικού κόστους μια κυβέρνηση αναγκάζεται -ή καμώνεται πως αναγκάζεται- να παίρνει κατεδαφιστικές αποφάσεις, κατεδαφιστικές τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, τόσο για το σύνολο της κοινωνίας όσο και για τα επιμέρους τμήματά της, εκφοβιζόμενη -ή επισείοντας τον μπαμπούλα- τμημάτων της οικονομίας που θέλουν να προασπίσουν το βραχυπρόθεσμο δικό τους συμφέρον.
Στην εποχή του πολιτικού κόστους η τελική αναγωγή ήταν ο ψηφοφόρος που θα τιμωρούσε στις εκλογές (και που εν πάση περιπτώσει όσο κοντόφθαλμα κι αν τιμωρούσε, ήταν αναφαίρετο δημοκρατικό του δικαίωμα να το κάνει), στην εποχή του οικονομικού κόστους η τελική αναγωγή είναι ο δανειστής που τιμωρεί στις αγορές με «απαγορευτικά» επιτόκια.
Στην εποχή του πολιτικού κόστους το παιχνίδι λεγόταν ακόμη πολιτική και δημοκρατία και κρίσιμη εξακολουθούσε να είναι η σχέση πολίτη - πολιτικού, στην εποχή του οικονομικού κόστους το παιχνίδι λέγεται οικονομία, πραγματικότητα, αγορές και κρίσιμη παύει -ή πρέπει πάση θυσία να πειστούμε πως παύει- να είναι η οποιαδήποτε εσωτερική πολιτική σχέση, αφού είναι το ίδιο το κράτος που δεν είναι πια ένα κράτος (ήτοι μια πολιτική κοινωνία ανθρώπων που αποφασίζει εκείνη πως θα ρυθμίσει τα του οίκου της), έχοντας αλλάξει υπόσταση, έχοντας μετατραπεί από πολιτικό μέγεθος σε καθαρά οικονομικό μέγεθος, έχοντας μετατραπεί σε σκέτο μαγαζί που χρωστάει.
Αν στην εποχή του πολιτικού κόστους το κοινό καλό υποχωρούσε μπροστά στον συνταξιούχο (ή και σε λιγότερο ευγενικές εκφάνσεις, στον φορτηγατζή ή τον συμβολαιογράφο), στην εποχή του οικονομικού κόστους το κοινό καλό υποχωρεί μπροστά στον δανειστή.
Αν στην εποχή του πολιτικού κόστους η δυνατότητα μιας πιο πλούσιας συνολικά χώρας υποχωρούσε υπό την πίεση πολιτών που επιδιώκουν να μην φτωχύνουν, στην εποχή του οικονομικού κόστους η δυνατότητα μιας πιο πλούσιας συνολικά χώρας υποχωρεί υπό την πίεση δανειστών που δεν τους λες και φτωχούς.
Εν πάση περιπτώσει αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες είναι πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα μια ριζική αλλαγή στη νοηματοδότηση των εννοιών. Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες είναι πρώτα απ' όλα και πάνω απ' όλα μια ηθελημένη ή αθέλητη προσπάθεια να ξεχάσουμε όλα όσα ξέραμε για το τι σημαίνει δημοκρατία, τι σημαίνει πολίτης, τι σημαίνει κράτος. Εκείνο που μας παρουσιάζουν τους τελευταίους μήνες δεν είναι ένα κράτος που έχει (κι αυτό και άλλα πολλά κράτη) τεράστια οικονομικά προβλήματα, εκείνο που μας παρουσιάζουν είναι μια καινούρια αφήγηση: Ο κόσμος μας δεν χωρίζεται σε αυτεξούσια κράτη (που με τη σειρά τους εξαρτώνται από τους πολίτες τους αν είναι δημοκρατικά ή από την εξουσία τους αν δεν είναι δημοκρατικά), ο κόσμος μας μπορεί και λειτουργεί χάρη στις αγορές που δανείζουν τα κράτη. Ανώτατη ρυθμιστική αρχή των πάντων είναι οι αγορές και οι κανόνες τους. Αυτονόητα και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα δεν υπάρχουν, ούτε και υποχρέωση των κρατών να τα διασφαλίζουν. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο και αναπαλλοτρίωτο, όλα είναι μια σχέση οικονομικής συναλλαγής και αν το κράτος στο οποίο ζεις δεν ανταποκρίνεται στις οικονομικές υποχρεώσεις προς τους δανειστές του, τότε όλα θα μπουν στο τραπέζι, τότε όλα θα ξανακριθούν από την αρχή και υπό την βάση καθαρά ανταποδοτικών κριτηρίων.
Δεν ζούμε μια οικονομική κρίση, ζούμε σε έναν καινούριο κόσμο.