Πολύ καιρό έψαχνε να βρει τον εαυτό του. Παντού έψαχνε, στη δουλειά, στη διασκέδαση, στους έρωτές του, στις συναναστροφές του, στα διαβάσματά του, σε ταξίδια. Καμιά φορά τον έβλεπε από μακριά και τον έστρωνε στο κυνήγι. Έτρεχε ξοπίσω του, προσπαθούσε να τον πιάσει, μα ο εαυτός του τον περιγελούσε μόνο και μετά χανόταν. «Έλα εδώ, είσαι εγώ!» του φώναζε απελπισμένα.
Κάποια στιγμή βαρέθηκε. «Δεν θα ασχολούμαι συνέχεια με αυτό τον αναιδή ανόητο.» σκέφτηκε. «Θα κάθομαι εδώ, στη σιωπή και στη γαλήνη, μισή ώρα κάθε μέρα, και ας κάνει ό,τι θέλει ο τρελάρας.» Κάθισε ακίνητος σε ένα σκαμνάκι και προσπάθησε να ξεχάσει τον εαυτό του. Ο εαυτός του, που διασκέδαζε με όλο αυτό το κρυφτό και το κυνηγητό, δεν ευχαριστήθηκε πολύ από αυτή την εξέλιξη. «Νομίζει ότι μπορεί να κάνει χωρίς εμένα; Είμαι εκείνος, χωρίς εμένα είναι ένα τίποτα, ένα μηδενικό.» σκέφτηκε.
Αλλά εκείνος συνέχισε να κάθεται και τότε είδε τον εαυτό του να τον κρυφοκοιτάζει πίσω από μια γωνία. Προσποιήθηκε ότι δεν τον έβλεπε. Ο εαυτός του κατσούφιασε «Θα του δείξω του παλάβρα ότι δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμένα και το ακατάπαυστο κυνηγητό μας.» Ο εαυτός του άρχισε να του κάνει γκριμάτσες, να τον κοροϊδεύει, να τον πειράζει, να κάνει περίεργους ήχους, ακόμη και να τον βρίζει, προσπαθώντας να του αποσπάσει την προσοχή. «Δεν ντρέπεσαι ρε να κάθεσαι έτσι ακίνητος; Δεν έχεις δουλειά να κάνεις;» Άλλες φορές μαλάκωνε και τον έπιανε με το καλό «Γιατί δεν πάμε να ανοίξουμε την τηλεόραση, δεν έχεις απορία να δεις τι έγινε με εκείνη τη σειρά;» ή «Γιατί δεν πάμε ένα σινεμά τα δυο μας;» Άλλες φορές του πρόβαλε φαντασιώσεις «Κοίτα κάτι βυζ*ά ρε, κοίτα κάτι κώ*οι! Εσύ θα κάθεσαι εδώ σαν το κούτσουρο;» ή του θύμιζε έγνοιες «Συμπλήρωσες τη φορολογική σου δήλωση; Είσαι σίγουρος ότι έκλεισες το θερμοσίφωνο;»
Εκείνος συνέχιζε να κάθεται και ας επέμενε ο εαυτός του. Ήξερε ότι το μόνο που ήθελε ο εαυτός του ήταν να τον κάνει να σηκωθεί για να ξαναχαθεί πάλι αμέσως και να τον υποχρεώσει να συνεχίσει το μάταιο κυνήγι. Την είχε πατήσει μια-δυο φορές που υπέκυψε στον πειρασμό. Συνέχισε να κάθεται στη σιωπή και ο εαυτός του συνέχισε να του προβάλλει ένα σωρό υποσχέσεις, απειλές, ανόητες διασκεδάσεις, επώδυνες και ευχάριστες αναμνήσεις, με μόνο σκοπό να του τραβήξει την προσοχή, να τον αναγκάσει να σηκωθεί. Κάποιες φορές έφτανε στο σημείο ακόμη και να τον πονάει σε διάφορα μέρη του σώματός του, μέχρι που μια μέρα ο εαυτός του κουράστηκε, βαρέθηκε να προσπαθεί.
Εκείνος τον είδε να κάθεται για πρώτη φορά απέναντι του ασάλευτος και έμειναν να κοιτάζονται κατάματα και τότε τον είδε, σιγά, σιγά, να να γίνεται διάφανος και πίσω του να προβάλλει για πρώτη φορά ο κόσμος, τόσο ζωντανός, τόσο πραγματικός όσο δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ. Ένοιωσε να κατακλύζεται από μια αίσθηση βαθιάς γαλήνης. Συνειδητοποίησε τότε ότι εαυτός και κόσμος, εαυτός και πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα και η σκέψη τον τρόμαξε σαν να είχε σταθεί στο χείλος της αβύσσου και να είχε ατενίσει ξαφνικά το κενό, σαν να είχε χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αλλά ήταν παράλληλα και η πιο μαγική, η πιο ζεστή εμπειρία που είχε ποτέ, σαν να είχε ανοίξει τα φτερά του και να είχε πετάξει. Ο εαυτός του πετάχτηκε αμέσως πάνω και έτρεξε τρομαγμένος να κρυφτεί πάλι, αλλά εκείνος χαμογέλασε, «Αύριο πάλι», σκέφτηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου