Η ΑΘΩΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΤΕΣ, Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ.
Ακούς ένα τραγούδι εικοσαετίας και νιώθεις κάτι να σε αγγίζει; Βλέπεις μια παλιά φωτογραφία και χαμογελάς για την απλότητα της ομορφιάς της; Θυμάσαι τα παλιό σου αυτοκίνητο και θες να γυρίσεις το χρόνο πίσω να γυρίσεις σε εκείνους τους δρόμους, σε μια ασπρόμαυρη εποχή; Ζεις στην εποχή της πολυχρωμίας και η καρδιά σου αναπολεί το ασπρόμαυρο..
Γιατί ήταν η διχρωμία της απλότητας.. Γιατί η καρδιά θέλει λίγα για να χτυπάει δυνατά.. Γιατί τα πολλά μπερδεύουν τον άνθρωπο, το μικρό του το μυαλό το μπερδεύουν. Και όπως γράφω μια παλιά μελωδία παίζει και μια ηρεμία με διακατέχει, νιώθω ασφάλεια στην απλότητα μιας παλιάς μελωδίας. Νιώθω καλά. Και μετά ξυπνάω απότομα και θυμάμαι ότι είμαι στο 2010. Όλα αυτά τα βεγγαλικά με έκαναν να νιώθω τυχερός για την τύχη του να ζω σε μια εποχή που έχουμε αγγίξει το φεγγάρι και πάμε πιο μακριά. Πίστεψα μέσα στην αφέλειά μου, ότι γεννήθηκα στην καλύτερη εποχή. Και κάποιες στιγμές όταν άφηνα τον χρόνο να μου μιλήσει, συνειδητοποιούσα ότι έκανα μεγάλο λάθος. Δε με νοιάζει να πάω πίσω τώρα, με φοβίζει το να πάω μπροστά. Όμως μόνο μπροστά με σπρώχνει ο χρόνος και εγώ τρέχω πάνω στον τροχό.
Η χθεσινή αθωότητα, έγινε και αυτή μια ασπρόμαυρη ιδέα, ένα σύγχρονο παράδειγμα προς αποφυγή ίσως.. Σκέφτομαι γιατί γράφω όλα αυτά. Είναι για μένα. Μέσα στην ύπαρξή μου νιώθω μια μορφή προδοσίας προς τη φύση μου. Μόνο λέξεις έχω να δικαιολογηθώ. Έχω ακόμα το μυαλό μου για να περπατάω στα πλακόστρωτα του χθες.
Με το καιρό οι μνήμες σβήνουν, τα φώτα γεμίζουν την πόλη, η αγάπη ξεθωριάζει, τα χαμόγελα είναι πολικής θερμοκρασίας, η ατμόσφαιρα αποπνικτική, η ελπίδα ένα αστείο και εγώ ένας παρατηρητής που με την ύπαρξή μου δίνω ύπαρξη σε όλα αυτά.
Το παραστράτημα του να είσαι άνθρωπος δε συγχωρείται από τη θέληση του να είσαι θεός. Χιλιάδες θεοί με κάνουν να ξεχνώ το χθες, να αναβάλλω το σήμερα, να κλείνω τα μάτια στο αύριο.
Η αθωότητα του χθες, το πρόστυχο του προχθές και το σήμερα φθηνό πολύ τρέχει χωρίς φρένα και εγώ ακολουθώ..
Ακολουθώ όμως;
Ποιος είναι ο δολοφόνος της Φύσης;
Οι δραματικές καιρικές μεταβολές που πλήττουν με ήδη τρομακτικές συνέπειες τον πλανήτη φαίνεται ότι σήμαναν τους πρώτους συναγερμούς. Ερευνητικές επιτροπές, διεθνείς διασκέψεις και ειδικά επιστημονικά συνέδρια πολλαπλασιάζονται εσχάτως δίνοντας στη δημοσιότητα εφιαλτικές προβλέψεις για την επόμενη πεντηκονταετία. Καμία έκπληξη, βέβαια, για όσους εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια πασχίζουμε σε όλους τους δυνατούς τόνους να δείξουμε τον αυτοκαταστροφικό βηματισμό του παρόντος πολιτισμού. Το ότι κάποια πράγματα αρχίζουν να γίνονται κοινή συνείδηση είναι βέβαια κάτι· αναρωτιέται όμως κανείς ποια δύναμη είναι ικανή στο σημερινό κόσμο να ανακόψει την αυτοκτονική πορεία ολόκληρου του πλανήτη, όταν αυτό στην πράξη σημαίνει να εξουδετερωθούν κτηνώδη και ανυποχώρητα οικονομικά και πολιτικοστρωτιωτικά συμφέροντα – και μαζί τους, κατά πάσα πιθανότητα, οι ίδιες οι παγκόσμιες πλουτοκρατικές και διοικητικές ελίτ που είναι έτοιμες να θυσιάσουν οσαδήποτε δισεκατομμύρια ανθρώπινου πληθυσμού χάριν των άθλιων μεσοπρόθεσμων ταξικών ή και «εθνικών» τους συμφερόντων.
Ας πούμε ότι αυτή είναι πολιτική πλευρά του προβλήματος. Υπάρχει όμως και μία άλλη, συμπληρωματική, που συνδέεται με το ιδιάζον καθήκον, όπως λέμε, του στοχαστή και του διανοούμενου: να επισημανθούν και ν’ απονομιμοποιηθούν οι συγκεκριμένες εκείνες ιδεολογικές διαμορφώσεις που εξουσιοδότησαν συλλογικές αποφάσεις και πρακτικές οι οποίες οδήγησαν τον κόσμο μας, αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό», στο χείλος της αβύσσου όπου τον βρίσκουμε σήμερα. Μία από τις τραγικότερες ειρωνείες αναγκάζει τον ασυμβίβαστο διανοούμενο του καιρού μας να παίξει, θέλοντας και μη, τον άχαρο ρόλο του επιθεωρητή που ψάχνει ν’ ανακαλύψει, συνδέοντας κρυμμένα σημεία και σκόρπιες ενδείξεις, όχι μόνο τον τελικό αυτουργό αλλά και όλη τη μακριά αλυσίδα των υποκινητών και των συνενόχων.
Και τέτοιοι συνένοχοι είναι πολλοί. Εμφανέστατα, και εν πρώτοις, το πνεύμα της όλης της νεοτερικής τεχνοεπιστήμης που προβαίνει σε ένα απερίφραστο εγχείρημα κατεξουσιασμού της φύσης υπάγοντάς την, ήδη από την εποχή του Γαλιλαίου, του Βάκωνα και του Καρτέσιου, στις αρχές της μετρησιμότητας και της αποδοτικότητας. Η μετρησιμότητα είναι βέβαια όρος για να καταστεί η φύση πρακτικώς αποδοτική, δηλαδή απεριόριστα εκμεταλλεύσιμη, ωστόσο την παραλλάσσουσα έμφαση μεταξύ των δύο αυτών αλληλοδιαπλεκόμενων όψεων διακρίνει κάποιος στις παραδόσεις του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και του αγγλοσαξωνικού εμπειρισμού. Το όλο εγχείρημα νομιμοποιείται με την κατασκευή μιας ηγεμονικής αρχής του ανθρώπινου υποκειμένου, του λεγόμενου Cogito, το οποίο δεν είναι απλώς μια μεταφυσική εξουσιοδότηση του είδους Άνθρωπος, αλλά συγκαλύπτει πάντα και μία ειδικώς ταξική φύση: οι νέοι κυρίαρχοι θα παγιδεύσουν τις εργαζόμενες τάξεις στο ίδιο εκείνο καθεστώς παθητικού «αντικειμένου» το οποίο είχαν προηγουμένως αποδώσει στη ζωντανή φύση.
Αν από τη μία της πλευρά η μετρησιμότητα αποβλέπει στην αποδοτικότητα, από την άλλη της πλευρά όμως υπηρετεί μια τρίτη, και ίσως βαθύτερη αρχή: την ελεγξιμότητα του κόσμου. Το αίτημα αυτό λάνθανε από την αρχή στη νεοτερική επιστήμη, αναδύθηκε όμως με πολύ πιο συνειδητό και απερίφραστο τρόπο στα ρεύματα του θετικισμού του δέκατου ένατου αιώνα, και κυρίως στην τροπή που έλαβε το συνολικό θετικιστικό εγχείρημα στις αρχές του εικοστού: το υστερικό ενδιαφέρον για τη τη λογική, την αξιωματική και την κυβερνητική ως κανονιστικές επιστήμες. Το αίτημα της κανονιστικότητας είναι η απαίτηση του γιγανταίου τεχνοδιοικητικού συστήματος για πολλαπλό έλεγχο σε όλα τα πεδία του πραγματικού και για τον γραφειοκρατικό προγραμματισμό τους: το αίτημα του καπιταλισμού, δηλαδή, στον υπερσυγκεντρωτικό και ολοκληρωτικό στάδιο της ανάπτυξής του – η απόλυτη κυριαρχία του νεκρού πάνω στο ζωντανό.
Αναδρομικά, όμως, με την ίδια αυτή κίνηση, αποκαλύπτει το τεράστιο ιστορικό βάθος του πράγματος: την καταγωγή της αρχής της ελεγξιμότητας από μιαν απώτατη πατριαρχική βία, που είναι η προϊστορία, και όρος δυνατότητας, της ίδιας της γένεσης του νεοτερικού καπιταλισμού. Αποκρυσταλλώσεις αυτού του ιδιαζόντως πατριαρχικού φαντασιακού θα δούμε είτε στον υπερβατικού Νου της ελληνικής μεταφυσικής που οργανώνει και μορφοποιεί μια χαώδη ύλη, είτε στον πνευματικό και έλλογο Θεό του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού που δημιουργεί εκ του μηδενός τον κόσμο. Και όλα προϋποθέτουν εκείνη την αποφασιστική αποϊεροποίηση της φύσης που θα της υποκλέψει οριστικά κάθε υπαρκτική αυτοδυναμία, κάθε αυτενεργή και έμψυχη ποιότητα, και θα την παραδώσει δέσμια στις ωμές εργαλειοτεχνικές επεμβάσεις – φύση που αντικατοπτρίζει το καθεστώς αιχμαλωσίας στο οποίο βρίσκονται ήδη όσοι διατηρούν σχέσεις ύποπτης συνάφειας μαζί της: πρωτίστως, οι δούλοι και οι γυναίκες.