Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Ζωγραφίζοντας τη ζωή μου


Είπα να ζωγραφίσω τη ζωή μου. Κι απέμεινα να κοιτάζω μια λευκή κόλλα χαρτί. Κι έπειτα σκέφτηκα ότι το λευκό αντικατοπτρίζει την ελπίδα, την αθωότητα, έτσι όπως ακριβώς γεννιόμαστε... Μετά ξεκίνησα να βάφω ένα μέρος της γαλάζιο και ένα άλλο ροζ. Σαν την ζωή και τα όνειρα.
Μπήκαν και πινελιές κόκκινου, σαν τον θυμό, το πάθος, τον πόθο, τον πόνο. Δεν τις ζωγράφισα. Απλά τις άφησα να στάξουν από το πινέλο μου μονάχα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματική ζωή... Αναπάντεχα γεγονότα που κανείς δεν σε έχει προετοιμάσει γι’ αυτά, για το πώς θα νιώσεις, για το πόσο θα σε σημαδέψουν.
Βούτηξα γερά το πινέλο στο μαύρο και ζωγράφισα με μανία. Για όλα αυτά που με τράβηξαν βαθιά μέσα στο σκοτάδι, για κάθε σκέψη μου με έδεσε, με βάλτωσε, μου ρούφηξε το φως. Για κάθε άγρυπνη νύχτα που την έσπρωχνα με κόπο να ξημερώσει.
Έπειτα πρόσθεσα και λίγο χρυσαφί. Σαν τα όνειρα που κάναμε παιδιά. Τόσο λαμπερά και τόσο φωτεινά που θαρρούσαμε πως μπορούμε να φωτίσουμε τον κόσμο.
Σκέφτηκα τι θα γίνει αν βουτήξω το πινέλο μου σε όλα τα χρώματα και ζωγραφίσω. Μα βγήκε γκρι... Σαν το μεταίχμιο που στεκόμαστε κάποια στιγμή, ηθελημένα ή όχι, και καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιο δρόμο να πάρουμε, ελπίζοντας να διαλέξουμε τον σωστό.
Απομακρύνθηκα και κοίταξα την ζωγραφιά μου με τα μάτια ενός ξένου.
Και είδα πως είχα ζωγραφίσει μια γαλάζια λίμνη και πίσω της ένα βουνό την στιγμή που ξημέρωνε. Το χρυσό της ανατολής μπλεκόταν με το γαλάζιο της νύχτας και η λίμνη έπαιρνε αποχρώσεις ροζ που κατέληγαν σε βαθύ γκρίζο. Μπροστά της απλωνόταν ένα λιβάδι σπαρμένο κατακόκκινες παπαρούνες.
Κι εγώ στεκόμουν πάνω του, με το ένα πόδι μισοβυθισμένο στο νερό της, με τον ήλιο να φωτίζει σιγά-σιγά το πρόσωπό μου, αποκαλύπτοντας πόντο-πόντο τα χαρακτηριστικά που έκρυβε η νύχτα.
Και τότε κατάλαβα πως όλα τα χρώματα είμαι εγώ.

Μόνο εγώ αντιπαθώ τα politically correct;


Πρώτα απ’ όλα εύχομαι υγεία, ευτυχία και έναν καλό δεσμό σε όλους τους χρήστες του blog. Γιατί ο έρωτας είναι ωραίος έστω και αν πονάει μερικές φορές (ναι καμένος είμαι και εγώ). Πιστεύω ότι το να ακολουθεί κανείς το pollitically correct ή επί το ελληνικότερον το πολιτικώς ορθό, είναι φίμωση του αυθορμητισμού μας και της ελευθερίας σκέψης μας, καθώς και ότι μας σπρώχνει στην υποκρισία (να ξεκαθαρίσω άλλο να είσαι ευγενικός και άλλο πολιτικώς ορθός).
Το γράφω politically correct γιατί ο όρος είναι αμερικάνικος και γιατί οι αμερικανοί είναι χαζοί (δεν είναι παράξενο) και τα ψειρίζουν όλα, μα όλα. Δεν μπορείς να πεις μία λέξη παράξενη και θα σε παρεξηγήσουν αμέσως. Άσε που μπορεί να σου κάνουν μήνυση. Δεν λέει...
Γιατί (και εδώ θέλω τις απαντήσεις σας) να μην μπορώ να πω κάποιον Αλβανό και να πρέπει να τον πω Βορειοηπειρώτη (ενώ είναι Αλβανός, αλλά είναι light έκφραση, μιας που ο Αλβανός είναι πλέον συνώνυμο της βρισιάς). Ή αν πω "είδα ένα μαύρο που πουλάει CD" με τρώνε που δεν λέω Αφρικανός ή Αφροαμερικάνος. Μα πάνε καλά;
Γιατί να λέει ο Ιωαννίδης, ο πρώην προπονητής, ότι η τηλεόραση είναι γεμάτη gay ανθρώπους και αμέσως βγαίνουν όλοι και του την λένε επί 3 ημέρες; Μικρή είναι η Ελλάδα μας, λες και δεν είναι κοινώς γνωστό. Σε λίγο θα μας πούνε ότι κάποιος δεν τον παίρνει αλλά του τον ακουμπάνε λίγο. Ή αν λες ότι τους Φιλιππινέζους και τις Φιλιππινέζες τις έχουμε συνώνυμες με τις καμαριέρες και τις υπηρέτριες, τότε αμέσως σε λένε ρατσιστή. Ή εάν πω ότι ο Σκοτσέζος είναι συνυφασμένος με την τσιγκουνιά να με τρέχουν για εξύβριση;
Μια φορά επειδή ήμουν σε τάξη μέσα και μίλαγα σε κάτι φίλους για μια άλλη κούρσα που είχα πάρει λέω σε μία στιγμή «Και ο ταρίφας που με πήγε δεν ήξερε και έκανε κύκλους» και ο ταξιτζής θύμωσε επειδή χρησιμοποίησα τον όρο ταρίφας για τους ανθρώπους του κλάδου του. Τρελάθηκα. Υπάρχουν και πολλά πολλά άλλα. Όμως, όλοι μας δεν έχουμε μεγαλώσει με αυτά τα στερεότυπα; Δηλαδή μόνο εγώ είμαι φάουλ σε αυτή την περίπτωση;

Περί «μαλθακίας», πόνημα!


Υπάρχει μία Ελληνική λέξη, η οποία είναι παγκοσμίως διάσημη και ευρέως χρησιμοποιούμενη. Την λέξη αυτή την μαθαίνουν όλοι όσοι πέρασαν - έστω και για λίγο - από την χώρα μας. Την μαθαίνουν όμως και όσοι ασχολούνται με την Ελληνική κουλτούρα ασχέτως εάν έχουν πατήσει το πόδι τους σε αυτή την χώρα. Αρκεί να έχουν συνάψει σχέσεις με Έλληνες ναυτικούς, μετανάστες, ταξιδευτές κλπ.
Είναι μία λέξη μπαλαντέρ, και σαν μπαλαντέρ έχει πολλά νοήματα. Μπορεί να σημαίνει φίλος ή ανόητος ή σεξουαλικά πεινασμένος και κατά μία έννοια αυτόχειρας. Μπορεί να σημαίνει αποβλακωμένος λόγω αυτοχειρίας κλπ. Τα νοήματα όμως της λέξεως αυτής δεν προσδιορίζονται εύκολα. Ο γλωσσοπλάστης λαός της έχει αποδώσει μύριες όσες ιδιότητες, μέχρι και θεραπευτικές....
Εμείς, για λόγους ευπρέπειας και για να κάνουμε την χάρη σε όλους τους σιχαμένους τους συντηρητικούς, θα προσθέσουμε ένα θήτα σε αυτή την λέξη.
«Μαλθάκας» λοιπόν για εκείνους και «Μαλθάκω» για εκείνες...
Το θήτα που προσθέσαμε δεν είναι αυθαίρετο αλλά αρμοδίως αποδεκτό διότι η περί ου ο λόγος υπέροχη λέξη, έχει τις ρίζες της στην λέξη «μαλθακός».
Η λέξις μαλθακός στην αρχαία Ελλάδα σηματοδοτούσε τον ασκληραγώγητο, εκείνον που είχε διαφθαρεί από τις ανέσεις με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει ολίγον, …. Μαλθακός.
Στην σημερινή γλώσσα, ο μαλθακός έγινε «μαλθάκας» και του αποδόθηκαν οι σύγχρονες έννοιες, μέρος των οποίων θα αναλύσουμε προς χάριν του παρόντος πονήματος.
Ας δούμε λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο ο σοφός λαός, δηλαδή εμείς, χρησιμοποιούμε την μαγική αυτή λέξη.
- Λέγοντας «Γεια σου ρε μαλθάκα» στην ουσία λέμε, «γεια σου ρε φίλε».
Ενδεχομένως όμως, να μας διαφεύγει το όνομα του εν λόγω «μαλθάκα». π.χ. «πως τον λέγανε αυτόν τον «μαλθάκα» που έχει το ψευδώνυμο απαράδεκτος;» Σε αυτή την περίπτωση αποκαλούμε τον μαλθάκα «μαλθάκα», με σκοπό να επιδείξουμε οικειότητα και να αποκρύψουμε το αλτσχάϊμερ.
- Λέγοντας «Αυτός είναι και πολύ μαλθάκας» εννοούμε ότι κάποιος είναι ανόητος. Κάνει δηλαδή «μαλθακίες». Την έννοια αυτή, την συναντάμε συχνά και σε διάφορες μορφές. π.χ. «άσε τις μαλθακίες», «όλο μαλθακίες κάνει ο ΠαπανδρέουΣαμαράς» κλπ
- Υπάρχει βέβαια και η έννοια του κορόιδου ή του εύπιστου ανθρώπου. π.χ. «πιάστηκα μαλθάκας», «μαλθάκας είμαι να πιστεύω τους δημοσιογράφους;», «όλοι οι πολιτικοί νομίζουν πως είμαστε μαλθάκες» κλπ.
- Μία όμως από τις πλέον ενδιαφέρουσες έννοιες είναι αυτή της συμπαθείας προς τον συνάνθρωπο. π.χ. «άστον αυτόν. Ένας φτωχο-μαλθάκας είναι»
- Επίσης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την συγκεκριμένη λέξη για να εκφράσουμε θαυμασμό μιλώντας σε κάποιον φίλο. «Πω πω μαλθάκα μου! Τι γκολάρα ήταν αυτή!» Εδώ η λέξις «μαλθάκας» αντικαθιστά την λέξη «δικέ μου», που σημαίνει φίλε μου. Χάρις όμως στον θαυμασμό που εκφράζουμε μπορούμε τον «δικό μας» να τον αποκαλέσουμε «μαλθάκα μου», τονίζοντας έτσι την έννοια της «γκολάρας».
- Τέλος, υπάρχει και η ερωτική διάσταση της λέξεως, με την έννοια του «αυτόχειρα» ή «αυτοικανοποιούμενου» ή «αυτάρκη». Με άλλα λόγια του «ενδοπαλαμίως ψευδοσυνουσιαζόμενου» ανθρώπου. Αυτή η τελευταία διάσταση, έχει τιμηθεί από τον λαό με πολλές και διάφορες παροιμίες. π.χ. «Αν η .... ήταν εργόχειρο, θα έκανες την προίκα σου...» Η παροιμία αυτή είναι σκωπτική και περιφρονητική τόσο για την πράξη όσο και για τον «μαλθάκα». Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. π.χ. «Αν πετύχει τύφλα να ΄χουν δυο .....». Σύμφωνα με αυτή την παροιμία, η πράξις ανάγεται σε ανώτατη ερωτική διεργασία, και ο «μαλθάκας» εμφανίζεται ως ερωτικά αυτάρκης.
Υπάρχουν και άλλες παροιμίες που δεν μας επιτρέπεται να τις αναπαραγάγουμε, όμως συνηγορούν στην άποψη ότι η «μαλθακία» αποτελεί τέχνη με ισχυρότατο λαϊκό έρεισμα.
Είναι πάντως γεγονός το ότι μερικές ελαφρόμυαλες μανάδες και γενικά κάποιοι αμόρφωτοι γονείς, οι οποίοι δεν διαβάζουν Cosmopolitan και άλλα επιστημονικά συγγράμματα, διέδωσαν λάθος πληροφορίες. Άρχισαν να λένε στα παιδιά τους ότι η «μαλθακία» κουφαίνει, χαζεύει, αποβλακώνει, τυφλώνει, και άλλα πολλά μυθεύματα. Τα παιδιά τους φοβήθηκαν μεν, αλλά συνέχισαν την προσφιλή τους απασχόληση και κάποια στιγμή μεγάλωσαν. Όταν μεγάλωσαν άρχισαν όπως όλοι οι μεγάλοι να κάνουν βλακείες, ανοησίες, σαχλαμάρες και γενικώς να στερούνται κοινής λογικής. Αναπόφευκτα, ήρθε η ώρα που αναρωτήθηκαν «γιατί άραγε κάνω ανοησίες;», και βρήκαν την πιο ανόητη απάντηση. Θυμήθηκαν τα λόγια της μάνας και του πατέρα και απέδωσαν όλη τους την κακομοιριά στην «μαλθακία». Έτσι, πείσθηκαν πως κάθε άνθρωπος ο οποίος έχει υπάρξει «μαλθάκας» στην νιότη του, γίνεται ανόητος στην ωριμότητά του. Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο. Δικαιολόγησαν όλους τους ανόητους του κόσμου και τους ανέχτηκαν. Του εαυτού τους συμπεριλαμβανομένου.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι υπάρχουν πολλών ειδών «μαλθάκες». Υπάρχουν οι «φίλοι», οι «ανόητοι», οι «κακομοίρηδες» και οι «αυτοικανοποιούμενοι».
Νόμιζα πριν ξεκινήσω την επιστημονική έρευνα, αποτέλεσμα της οποίας είναι αυτό πόνημα, ότι η μεγάλη μερίδα των «τοις πράγμασι μαλθάκων» ήταν οι «αυτοικανοποιούμενοι» μια και όλοι έχουν περάσει από αυτό το στάδιο. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πράγματι όλοι οι άνθρωποι που πέρασαν από τη γη έχουν κατά καιρούς υπάρξει «μαλθάκες» αυτού του είδους. Πολλοί όμως, δεν είναι πλέον. Αντίθετα όσοι έχουν υπάρξει «μαλθάκες» με την έννοια του ανοήτου, ουδέποτε το ξεπέρασαν. Η σημερινή «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα, αποδεικνύει περίτρανα ότι η μεγάλη μερίδα των κατοίκων του πλανήτη αποτελείται από ανοήτους «μαλθάκες». Από ανθρώπους που κινούνται σε εκείνον τον χώρο όπου η κοινή λογική απουσιάζει και με τις ανόητες πράξεις τους φέρουν επαξίως τον τίτλο του «μαλθάκα».
Έτσι, το πόνημα αυτό φθάνει στο τέλος του άδοξα, μια και δεν αξίζει να ασχοληθούμε περαιτέρω με αυτή την συνομοταξία του homo malthakus anoitus.