Είπα να ζωγραφίσω τη ζωή μου. Κι απέμεινα να κοιτάζω μια λευκή κόλλα χαρτί. Κι έπειτα σκέφτηκα ότι το λευκό αντικατοπτρίζει την ελπίδα, την αθωότητα, έτσι όπως ακριβώς γεννιόμαστε... Μετά ξεκίνησα να βάφω ένα μέρος της γαλάζιο και ένα άλλο ροζ. Σαν την ζωή και τα όνειρα.
Μπήκαν και πινελιές κόκκινου, σαν τον θυμό, το πάθος, τον πόθο, τον πόνο. Δεν τις ζωγράφισα. Απλά τις άφησα να στάξουν από το πινέλο μου μονάχα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματική ζωή... Αναπάντεχα γεγονότα που κανείς δεν σε έχει προετοιμάσει γι’ αυτά, για το πώς θα νιώσεις, για το πόσο θα σε σημαδέψουν.
Βούτηξα γερά το πινέλο στο μαύρο και ζωγράφισα με μανία. Για όλα αυτά που με τράβηξαν βαθιά μέσα στο σκοτάδι, για κάθε σκέψη μου με έδεσε, με βάλτωσε, μου ρούφηξε το φως. Για κάθε άγρυπνη νύχτα που την έσπρωχνα με κόπο να ξημερώσει.
Έπειτα πρόσθεσα και λίγο χρυσαφί. Σαν τα όνειρα που κάναμε παιδιά. Τόσο λαμπερά και τόσο φωτεινά που θαρρούσαμε πως μπορούμε να φωτίσουμε τον κόσμο.
Σκέφτηκα τι θα γίνει αν βουτήξω το πινέλο μου σε όλα τα χρώματα και ζωγραφίσω. Μα βγήκε γκρι... Σαν το μεταίχμιο που στεκόμαστε κάποια στιγμή, ηθελημένα ή όχι, και καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιο δρόμο να πάρουμε, ελπίζοντας να διαλέξουμε τον σωστό.
Απομακρύνθηκα και κοίταξα την ζωγραφιά μου με τα μάτια ενός ξένου.
Και είδα πως είχα ζωγραφίσει μια γαλάζια λίμνη και πίσω της ένα βουνό την στιγμή που ξημέρωνε. Το χρυσό της ανατολής μπλεκόταν με το γαλάζιο της νύχτας και η λίμνη έπαιρνε αποχρώσεις ροζ που κατέληγαν σε βαθύ γκρίζο. Μπροστά της απλωνόταν ένα λιβάδι σπαρμένο κατακόκκινες παπαρούνες.
Κι εγώ στεκόμουν πάνω του, με το ένα πόδι μισοβυθισμένο στο νερό της, με τον ήλιο να φωτίζει σιγά-σιγά το πρόσωπό μου, αποκαλύπτοντας πόντο-πόντο τα χαρακτηριστικά που έκρυβε η νύχτα.
Και τότε κατάλαβα πως όλα τα χρώματα είμαι εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου