Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

ΚΡΑΤΑ ΜΕ ΝΑ ΜΗ ΣΟΥ ΦΥΓΩ....

Γεννήθηκα από δύο ανθρώπους που μου έμαθαν να αγαπώ και να σέβομαι.
Να εκτιμώ αυτά που μου προσφέρουν, να προσφέρω και εγώ, να είμαι καλός άνθρωπος, γιατί « οι καλοί δεν χάνονται ποτέ».
Στις παρελάσεις με πήγαιναν στην πρώτη σειρά και εγώ κουνούσα χαρούμενος τη γαλανόλευκη σημαία μου, γιατί « γιόρταζε η Ελλάδα μου».
Και εγώ τότε αγαπούσα αυτήν την Ελλάδα, γιατί συνοδευόταν από ένα « μου» και άρα ήταν δική μου και ήξερα πως ό,τι είναι δικό μου το αγαπώ και με αγαπά.
Με εκπαίδευσαν δάσκαλοι που διακήρυσσαν την σπουδαιότητα της αρετής και της καλοσύνης.
Και διάβαζα για τα κατορθώματα των « αγαθών ανδρών» και για τους ήρωες προγόνους μου, που από τη μεγάλη τους αγάπη για την « Ελλάδα τους» μαρτύρησαν και θυσιάστηκαν.
Και επιθυμούσα μέσα μου να θυσιαστώ και εγώ, για να διαβάζουν οι επόμενοι ότι αγαπούσα την
«Ελλάδα μου» πάρα πολύ.
Μεγάλωσα λίγο ακόμα, έμαθα να τραγουδώ τον εθνικό μας ύμνο με περηφάνια, έμαθα την ένδοξη ιστορία μας απ’ έξω και ανακατωτά, έμαθα να κάνω το σταυρό μου πριν πέσω στο κρεβάτι, έμαθα να λέω ευχαριστώ σε ό,τι μου έδιναν αλλιώς θα ήμουν αγενής, έμαθα να λέω στους μεγάλους ότι είμαι Χριστιανος Ορθόδοξος και Ελληνας , έμαθα να αναμένω ένα μέλλον παρόμοιο με αυτό που διάβαζα στα βιβλία.
Έμαθα, επίσης, να κάνω μάθημα σε υπόγεια με μουχλιασμένους τοίχους και πρωτόγνωρο κρύο, έμαθα ότι δεν θα πάμε διακοπές «.γιατί ο μισθός του μπαμπά μου δεν μπήκε ακόμη», έμαθα ότι κάπου κοντά μας γινόταν ένας φριχτός πόλεμος, αλλά δεν ήξερα τι θα πει αυτό, γιατί «ο παρουσιαστής συνιστούσε να απομακρυνθούν τα παιδιά από την οθόνη».
‘Έλεγα, όμως, ευχαριστώ, γιατί έτσι μου είχαν πει.
Και εγώ έκανα αυτό που μου έλεγαν, γιατί ήμουν καλό παιδί και « οι καλοί δεν χάνονται ποτέ».
Όταν μεγάλωσα λίγο ακόμα είδα ότι οι δύο άνθρωποι που με μεγάλωσαν είχαν χαθεί και ας ήταν καλοί, ότι οι ήρωες που θαύμαζα χάθηκαν και ας ήταν γενναίοι, ότι η « Ελλάδα μου» δεν ήταν δική μου, γιατί δικό σου είναι ότι αγαπάς και σε αγαπάει.
Αλλά κατάλαβα ότι μόνο εγώ αγαπώ, γιατί όποιος σε αγαπά δεν σε αφήνει να κάνεις μάθημα σε υπόγεια με μουχλιασμένους τοίχους, δεν αφήνει τον μπαμπά σου χωρίς μισθό και δεν ισοπεδώνει αυτούς που εσύ θαυμάζεις.
Μεγάλωσα και άλλο για να καταλάβω ότι η Ελλάδα δεν είναι μια όμορφη κυρία με λευκό χιτώνα και δάφνες στο κεφάλι, αλλά 300 κύριοι με γραβάτες και χοντρές κοιλιές.
Κατάλαβα ότι πρέπει να κλειστώ σε τέσσερις τοίχους για χρόνια, προκειμένου να αποκτήσω την κατάλληλη μόρφωση, ώστε οι 300 αυτοί χοντροί κύριοι να κρίνουν πως μπορώ να συνεχίσω και να γίνω κατασταλαγμένος πολίτης του κράτους.
Το έκανα και αυτό, γιατί έτσι έπρεπε και οι καλοί κάνουν αυτό που πρέπει.
Είχα μεγαλώσει και άλλο, ωστόσο, και κατάλαβα ότι δεν πρέπει να ονειρεύομαι, γιατί « με τα όνειρα δεν τρώει κανείς», ότι δεν πρέπει να μιλάω, ότι δεν πρέπει να ακούω να κοιτώ, να νοιάζομαι, να ελπίζω.
Μου είπαν ότι όλα αυτά είναι για τους ανόητους και «οι ανόητοι βγαίνουν πάντα χαμένοι».
Βρίσκομαι τώρα εδώ και αναρωτιέμαι.
Σε τι να πιστέψω, σε τι να ελπίσω και τι να δω?
Να δω μια χώρα που αγαπώ και με αγαπά, που με φροντίζει και τη φροντίζω, που θα μου δώσει και θα της δώσω;
Ή να δω μήπως μια έκταση γης, με βουνά και θάλασσα, μια χώρα σαν όλες τις άλλες της γης, που δεν της χρωστάω τίποτα και δεν μου χρωστάει και αυτή;
Μια χώρα με σκουπίδια στις ακτές, με τσιμεντένια φυλάκια που δεν βλέπουν ουρανό, μια χώρα που δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της, μια χώρα που δεν δίνει μισθό σε κανέναν μπαμπά, όπως έκανε και με τον δικό μου, γιατί δίνει μόνο σε μερικούς μπαμπάδες τα χρήματα όλων των γονιών που ζουν σε αυτήν.
Μια χώρα με ελλιπή παιδεία, μια χώρα χωρίς νοσοκομεία, μια χώρα χωρίς μέλλον, μια χώρα που όλα τα βλέπει κερδοσκοπικά, που πληγώνει, που απολύει, που παίρνει μέτρα «για το καλό μας», που ζητά από τους άλλους να διορθώσουν τα δικά της λάθη;
Μεγάλωσα και ο αέρας που αναπνέω δεν μου φτάνει, είναι βρώμικος και πικρός
Νιώθω τύψεις για τα όνειρά μου και προσπαθώ να δω εφιάλτες, λυπάμαι που κάνω τέτοιες σκέψεις και μαθαίνω να συμμορφώνομαι, δεν θέλω να είμαι αχάριστος και λέω ευχαριστώ, θέλω να φύγω αλλά μένω γιατί εγώ δεν ξεχνώ ότι κάποτε η Ελλάδα ήταν «μου» και όχι «τους».
Εγώ και άλλοι χιλιάδες.
Αλλά για πόσο ακόμα; Κάποτε θα αρχίσω να είμαι περήφανος για τα όνειρά μου, θα αρχίσω να κάνω τέτοιες σκέψεις, θα σταματήσω να συμμορφώνομαι και δεν θα λέω ευχαριστώ.
Δεν θέλω να αγαπώ 300 χοντρούς κυρίους, δεν θέλω να είμαι καλος, δεν θέλω να λέω ευχαριστώ, δεν θέλω να φοβάμαι.
Και όμως δεν θέλω να φύγω, γιατί κάπου μέσα μου πιστεύω ακόμα πως η όμορφη κυρία με το λευκό χιτώνα θα γυρίσει πετώντας και θα διώξει αυτούς τους « κακούς» που της πήραν τις δάφνες
Εμείς θέλουμε να μείνουμε, εσείς μας διώχνετε.
Και όταν φύγουμε θα μείνετε μόνοι σας.
Μέχρι να μην υπάρχουν άλλες γραβάτες να αγοράσετε, μέχρι οι κοιλιές σας να μην χωρούν σε αυτήν τη γη, μέχρι να φάτε ο ένας τον άλλον.
Και όποιος μείνει τελευταίος θα ψάχνει να μας βρει, αλλά εμείς δεν θα είμαστε εδώ.
Μπορεί και να μη γυρίσουμε ποτέ.
Γι΄αυτό κρατήστε μας καλά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου