Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΩΛΕΙΤΑΙ.

Να διαθέσουμε τους εαυτούς μας προς πώληση. Να μην βάλουμε απλά πλάτη αλλά να πουληθούμε όλοι μας και μαζί με μας και η γη που πατάμε. Να δώσουμε ακόμη και το «πριγκηπικό» μας αίμα για την επόμενη μέρα που έρχεται , όπως λένε κάτι μικροί πολιτικοί αυτού του τόπου. Και που το έχουμε αυτό το αίμα τι έγινε; Κερδίσαμε τίποτε μέχρι σήμερα πέρα από συναισθηματισμούς και δάκρυα συγκίνησης σε μέρες μνήμης και μέρες εθνικής παλιγγενεσίας; Τι κέρδισε η προηγούμενη γενιά στα Μακρονήσια και τι η προηγούμενη από αυτή λέγοντας ένα ΟΧΙ; Τίποτα. Μόνο ένα μετάλλιο πάνω σε μία ψυχή που δε λέει να βγει ακόμη. Ούτε με πείνες, ούτε με εξορίες, ούτε με φακέλωμα, ούτε με προσβολές. Απίστευτη ψυχή η ελληνική και στο παζάρι του κόσμου σίγουρα θα «πιάσει» κάτι παραπάνω.

Και γιατί να μη πουληθούμε; Τουλάχιστον αυτή την φορά θα είναι για ιερό σκοπό και όχι για ένα ρουσφέτι και μια εξυπηρέτηση. Θα είναι για την σωτήρια μιας χώρας που δεν της έλαχε μέρα φωτεινή κι ας έχει πάντα ήλιο. Ποια χωράφια να κρατήσεις ακόμη; Αυτά που στενάζουν με την απούλητη σοδειά, που ο μεσάζοντας τα κοστολογεί όχι βάση του ιδρώτα σου αλλά βάση της ζήτησης; Για ποιες θάλασσες; Για αυτές που ημέτεροι και υμέτεροι έκαναν βόθρο κοιτώντας μόνο το δικό τους μίζερο και κατάπτυστο πορτοφόλι; Για ποια Παιδεία; Αυτή που στενάζει δεκαετίες χρόνια, που στερεί το χαμόγελο των παιδιών και σπρώχνει τα όνειρά τους προς το σίγουρο μεροκάματο. Για ποιες πατρίδες; Για αυτές που στενάζουν στο μπετόν και στις αίθουσες μειοδοτικών διαγωνισμών για εκτρώματα παγκόσμιου φήμης; Για ποια ποτάμια; Για αυτά που τα στρίμωξαν εις το όνομα τις δήθεν προόδου και ενέργειας; Για ποιους προγόνους; Για αυτούς που ξεπουλήθηκαν από την ίδια τους την πατρίδα και πέθαναν μην έχοντας δει το όνειρο της άλλης μέρα να πραγματοποιείται;

Να πουληθούμε όλοι και όλα. Να βάλουν μία τεράστια ζυγαριά και από τη μια να μπει το ποσό που ζητά ο άρχοντας για να ξεπλύνει τα «ξεπλυμένα» δεκαετιών και από την άλλη να μπούμε όλοι εμείς . Να δούμε τι βάρος τέλος πάντων έχει η υπομονή και οι αρχές που κουβαλάμε. Να δούμε αν θα γείρει έστω και λίγο προς την δική μας μεριά η ζυγαριά. Να νιώσουμε βαρύτεροι έστω και μια φορά στην ζωή μας. Μια φορά πολύτιμοι για αυτή εδώ την χώρα που όλο μας πονά και όλο την χαϊδεύουμε.

Τίποτε να μην πάρουμε μαζί μας. Να μην είμαστε καν πρόσφυγες για εκεί που θα πάμε. Να είμαστε πουλημένοι και να καμαρώνουμε που για μια φορά δεν τους αφήσαμε να μας ξεπουλήσουν.

Μόνο να μας δώσουν πίσω οι έμποροι των ονείρων μας, που κάνουν παιχνίδια στα στρογγυλά τραπέζια –χρόνια τώρα-, την χαμένη μας αξιοπρέπεια. Να μας επιστρέψουν, και χωρίς τόκο την κάθε φορά που ματώναμε για ιδεολογίες και οράματα. Την κάθε Κυριακή της ζωής μας που στηνόμαστε στις ουρές μπροστά από μία κάλπη κάνοντας το δικό μας δικαίωμα χρέος του εκλεγμένου. Αυτού του ίδιου εκλεγμένου που σήμερα έρχεται να μας πει ότι οι προηγούμενες γενιές φταίνε ξεχνώντας ότι και οι προηγούμενες γενιές για τα ίδια χώματα «φτύσαν αίμα». Να ξημερώσει μια μέρα που να μην έχουμε αυτή την θηλιά της υποχρέωσης να λεγόμαστε Έλληνες. Αυτό το βαρύ φορτίο που μας έχει κάνει από τα γεννοφάσκια μας να μπαίνουμε στην πρώτη γραμμή αφήνοντας στην ασφάλεια του διοικητηρίου τους δειλούς να πίνουν στην υγεία του ηρωικού μας θανάτου. Να κοιτάμε πέρα από τον ορίζοντα και να λέμε «να από εκεί ερχόμαστε».

Να πουληθούμε και να πούμε σε αυτούς που θέλουν να ζουν με δάνεια ότι σε δανεική πατρίδα δε μιλάς για εξόφληση. Σε δανεική πατρίδα δεν μπαίνουν τα δικά σου όνειρα για διακόσμηση. Στα γραμμάτια που βάζουν τις υπογραφές με μελάνη την ζωή σου να ξέρεις ότι η αξιοπρέπεια σου στο τέλος θα «διαμαρτυρηθεί». Για τα έντοκα δάνεια με εγγυητή το μέλλον σου, θα «βγει στο σφυρί» η περηφάνια σου. Να πουληθούμε αξιοπρεπώς, αφού δε μπορέσαμε δυστυχώς να πράξουμε ελληνοπρεπώς.

Ζητείται πατρίς.

Αρχίζει να μικραίνει η πατρίδα. Το νιώθουμε κάθε μέρα που περνά. Αφήσαμε να μας δείχνουν οι λιγδιάρηδες της εξουσίας και τα φερέφωνά τους μέσα από εφημερίδες και κανάλια τις μεγάλες καταστροφές αλλά ένα φως δεν έπεσε για να μας δείξει ότι η πραγματική πατρίδα φεύγει στο κάτω μέρος μιας κλεψύδρας που δεν έχει πάτο. Επικεντρώσαμε στο πορτοφόλι και στα υπό αμφισβήτηση σύνορά μας την ανησυχία μας, χάνοντας τα μικρά, αυτά που μας έκαναν να νιώθουμε ότι σε αυτόν τον κόσμο η χώρα του φωτός είναι δική μας.

Πολύ συχνά πιπιλάμε την λέξη φιλότιμο και παλικαριά αλλά κατ’ ουσία τις δύο αυτές έννοιες τις έχουμε βγάλει από το κύτταρό μας μια και καλή. Είμαστε πλέον ένας λαός πλαδαρός, τεμπέλης και ασυνείδητος. Πρέπει να το χωνέψουμε ότι είμαστε πλέον ένας επικίνδυνος λαός. Ένας λαός που αποτελείται από εκατομμύρια άτομα που δεν θέλουν να είναι λαός. Θέλει ο καθένας από μόνος του και ο καθένας για την πάρτη του. Η κοινή συνείδηση και η κοινή δικαιοσύνη δεν έχουν θέση πια σε αυτό το κομμάτι γης. Με την καραμέλα του κατατρεγμένου, του ξενιτεμένου, του εξορισμένου, του καταπιεσμένου, ξεχάσαμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, κάτι που θα είναι η συνέχεια όλων αυτών που άλλοι έκαναν πριν από μας.

Στοχεύσαμε στο μηνιάτικο. Στοχεύσαμε στην απόκτηση προσωπικού πλούτου. Στοχεύσαμε στο Εγώ. Ως μέσο είχαμε τον εγωκεντρισμό μας και μία αλαζονεία μικροαστική. Τα αποκτήσαμε όλα τα παραπάνω, αλλά ένα κλικ στην ιστορία του κόσμου μάς απέδειξε ότι τελικά δεν ήμαστε αλυσίδα αλλά κρίκοι ξέχωροι, ο καθένας ακουμπισμένος εκεί που τον βόλευε. Δεν ενώνεται η αλυσίδα για να σύρει αυτή την χώρα από τον βόθρο που έχει πέσει. Και κανείς άλλος δεν φταίει για αυτό παρά όλοι μας, ως άτομα ο καθείς ξεχωριστά. Αποσπαστήκαμε ο ένας από τον άλλον, σιχαθήκαμε ο ένας τον άλλον και αν δούμε ένα άνοιγμα αντί να ενωθούμε με τον διπλανό θα το χρησιμοποιήσουμε για να εκμεταλλευτούμε τον δικό του χώρο. Να τον κατακτήσουμε.

Δεν αντέγραψε εμάς η εξουσία, εμείς την αντιγράψαμε. Όταν την βλέπαμε να βιάζει και να εξολοθρεύει τα μικρά και ασήμαντα που για γενιές ολόκληρες ήταν πατρίδα, δεν της κόψαμε το κεφάλι παρά αντιγράψαμε τους τρόπους για να εξουσιάσουμε- εμείς οι μικροί δικτάτορες- όλο και περισσότερο χώρο τόσο όσο να νιώθουμε πιο πολύ άτρωτοι, πιο πολύ, στην μοναχικότητά μας, ασφαλείς. Έτσι μικρύναμε εμείς ως άτομα και μετέπειτα ως λαός. Έτσι καταφέραμε να θεωρούμε ότι γίναμε σπουδαίοι αλλά απάτριδες πλέον. Εμείς δεν κυνηγηθήκαμε, δεν ξεριζωθήκαμε, δεν πολεμήσαμε, δεν εξοριστήκαμε. Ως ελεύθεροι και αλαζόνες, ο καθένας μοναχός, καταφέραμε αυτό που δεν κατάφερε κανείς ανθέλληνας που πέρασε από αυτόν τον τόπο. Να φέρουμε τα σύνορα μέχρι εκεί που φθάνει η ανάσα του καθένα μας.