Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

«ΠΛΗΘΟΣ ΔΕ ΑΡΧΟΝ… ΜΟΥΝΑΡΧΟΣ ΠΟΙΕΕΙ ΟΥΔΕΝ: Όταν άρχει το πλήθος… ο τύραννος δεν μπορεί να κάνει τίποτα.» Ηρόδοτος

Ελευθέριος Ανευλαβής
 «Ποιος είπε πως επέρασε
της λεβεντιάς η ώρα»
(Κ. Παλαμάς)
Το συμβούλιο των νταβατζήδων, οι λαομπαίχτες, συνεκλήθη ακόμη μία φορά, επειγόντως, σε σύσκεψη. Ανίκανοι να σκεφθούν, ποτέ δεν κατείχαν αυτήν την κοπιαστική τέχνη, προτιμούν άκοπα να συσκέπτονται. Φυσικά, το μηδέν προστιθέμενο και άπειρες φορές πάλι μηδέν θα δώσει.
Οι κοπίδες (τσαρλατάνοι) της εξουσίας, οι «εκπρόσωποι» του λαού, απρόσωπες διπρόσωπες μαϊμούδες, μπογιατισμένοι με ψεύτικη αυτοπεποίθηση, ψευτιά γεμάτοι.
Οι σπουδαιογελοίοι της λέσχης Μπιλντεμπέργκ καμώνονται ότι εξετάζουν πώς θ’ αντιμετωπίσουν την κρίσιμη κατάσταση της χώρας, στην οποία κρίση, αυτοί οι ίδιοι, αλαζόνες, απερίσκεπτοι, κακοπάτριδες, αδιάφοροι, διεφθαρμένοι, τη βύθισαν και εξακολουθούν να τη βυθίζουν, χρόνια τώρα. 
Βλακογιάπηδες, αδαείς, κυνικοί, αχαλίνωτοι, ξεκαπίστρωτοι, οι σπουδαιογελοίοι επηρμένοι, έτοιμοι για όλα, με μικροαστική μικρόνοια και με τη μετριότητα ως πλαφόν των απαιτήσεών τους από τους εαυτούς τους και του άλλους.
«Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστες μεσ’ τη χώρα» (Κ. Παλαμάς).
Έξω, στους δρόμους αργοσέρνεται η αρρώστια της πόλης, που, αυτοί, οι λειεγκέφαλοι και λιμασμένοι για χρήμα και εξουσία, σκόρπισαν σαν λοιμική στη χώρα. 
Οι άνομοι εξουσιαστές του αγέρα της Δημοκρατίας, που την κουτσουρεύουν κάθε φόρα που την πιάνουν στα χείλη των τα ασεβή. «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν», Δημοκρατία. Του Δήμου Κράτος.
«Τη φλόγα άρπαξαν οι άνομοι/ τη σβήσανε στα βαλτονέρια» (Κ. Παλαμάς)
Τα όνειρα τα πάγωσε η βαρυχειμωνιά της χαλασμένης τους σκέψης.
Κι έμειναν τα δέντρα χωρίς καρπό στη Χώρα των κατάρατων.
Των σκλάβων μιας ανούσιας ζωής. Της ζωής που τους τη στέρησαν οι κοτζαμπάσηδες και οι νταβατζήδες της εύφορης κοιλάδας, μαζί με τα σφουγγοκώλια τους και τους ανίκανους του Κράτους.
Η Χώρα αργοπεθαίνει μέσα στον βούρκο των σκανδάλων, της αδιαφορίας και της ανικανότητας αυτών που την κυβερνούν. Μπόχα αποπνικτική ξερνά το σαπισμένο, από την απληστία και αλαζονική αυθαιρεσία της εξουσίας, χνώτο τους.
Στην ηλιοθρεμμένη Χώρα, βαριά συννεφιά, μαύρη μαυρίλα, σκορπά η ασυδοσία τους, η απάτη, το ψέμα τους. Και γίνεται αβάσταχτη, όταν τους ακούς να την εξηγούν και να τη δικαιολογούν ως αδήριτη ανάγκη, οι αναίσχυντοι ολετήρες της πόλης.
Ο γαλανός ουρανός μαύρισε από τα κοράκια, ντόπια και ξένα, που τριγυρίζουν το ετοιμοθάνατο ψοφίμι.  Έτσι τον κατάντησαν αυτόν τον Λαό «που κάποτε ήταν φλόγα» (Κ. Παλαμάς).
Και δίπλα του περνούν αδιάφοροι, οι δήθεν σωτήρες του, τουρίστες σ’ αυτήν τη Χώρα, μέσα στις κρατικές τους λιμουζίνες, που κι αυτών οι τροχοί με του λαού τα έξοδα γυρίζουν. Και αυτοί ζητούν αναδρομικές αμοιβές αργομισθίας.
Και οι άνθρωποι, στους σκοτεινούς, σαν τη τύχη τους, δρόμους, άγνωστοι και ξένοι, ανάμεσα σ’ άγνωστους και ξένους, περιφέρονται άσκοπα, γιατί τους στέρησαν τη χαρά και την προσδοκία ενός σκοπού. Πληγιασμένες καρδιές σκύβουν το βλέμμα στη γη ντροπιασμένοι. Μουλωχτοί, απελπισμένοι.
Μια λάσπη ποτισμένη με ιδρώτα.
Χωρίς αύριο η ζωή τους, τρέχει, ανάμεσα στα τόσα τροχοφόρα, που κι αυτά κυκλοφορούν, άδεια από ψυχές, ακατοίκητα από ανθρώπους. Γεμάτα μόνο κορμιά, χωρίς πνοή. Μαριονέτες μιας καθημερινής, άσκοπης και παράλογης ρουτίνας.
Οι Έλληνες, όταν κατάλαβαν την καλπουζανιά του, τον κήρυξαν απόβλητο 
«Να ξεφτιλίζεις τους κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο ίσα ίσα τιμά τους καλούς, έτσι λεν οι μυαλωμένοι: Λοιδορήσαι τους πονηρούς ουδέν έστ' επίφθονον, αλλά τιμή τοίσι χρηστοίς, όστις ευ λογίζεται.» (Αριστοφάνης).
«Όταν τιμώνται στην πόλη τα πλούτη και οι πλούσιοι, περιφρονούνται η αρετή και οι χρηστοί άνθρωποι: Τιμωμένου του πλούτου εν πόλει και των πλουσίων, ατιμοτέρα αρετή τε και οι αγαθοί» (Πλάτων)
«Οι πλούσιοι αδικούν από αισχροκέρδεια, πλεονεξία και αλαζονεία» (Δημοσθένης) και «οι πλεονεξίες των πλουσίων καταστρέφουν το πολίτευμα περισσότερο, παρά οι πλεονεξίες  του λαού: Αι πλεονεξίαι των πλουσίων απολύουσι μάλλον την πολιτείαν ή αι του δήμου» (Αριστοτέλης).
Κάποιος πάντα πρέπει να φωνάζει ελευθερόστομα, για να μπορεί ν’ ακούγεται η φωνή του Λόγου.
Για να μπορέσει να σπάσει ο άνθρωπος τα μέτρα του υπολογιστικού ωφελιμισμού.
Για να μπορεί ν’ ακούγεται η κατακραυγή για το άδικο, η κραυγή του αδικημένου, για να σκεπάζει το γκάρισμα του άδικου, που το βάφτισαν δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς, οι ορθολογιστές του ίδιου συμφέροντος...
Οι υπόγειες συμφωνίες έχουν αποκαλυφθεί.
«Τα συμφωνημένα υπονοούμενα» (Γ. Σεφέρης) έχουν πια ξεσκεπαστεί.  
«Από το ανέσπερο φως πώς να κρυφτείς; Το μη δύνόν ποτε πώς αν τις λάθοι;» (Ηράκλειτος).
Μάθαμε πια, γνωρίζουμε καλά, το ψεύτικο στόμα σας, γεμάτο άχρηστα σάλια.
Τα άδεια τα μάτια σας, γεμάτα με κενό υποκρισίας.
Τα άσπλαχνα χέρια σας που κλέβουν το ψωμί του φτωχού.
Γνωρίζουμε πια, γνωρίζουμε καλά, την πέτρινη καρδιά σας, που πετροβολάει το άνθος του καιρού.
Τις σπασμένες ψυχές σας που ξεχειλίζουνε βρωμιά της απληστίας.
Τις φουσκωμένες σας τσέπες που κλοτσάνε το άνομο χρυσάφι
Το κούφιο νταηλίκι σας στον αδύνατο. Την εξαρθρωμένη ράχη σας από τους τεμενάδες στον ισχυρό.
Σας πήραμε πια χαμπάρι γιατί:
«Ο διασυρμός των ψευδολόγων είναι η πραγματικότητα: Ψευδολόγων έλεγχος εστί τα πράγματα» (Αισχύλος).
Και βάλτε το καλά στον νου σας:
«Δεν είναι άλλη αισχρότερη αρρώστια από τα πλαστά λόγια: Νόσημα γαρ αίσχιστον είναι συνθέτους λόγους» (Αισχύλος).
Πλήθος ψευδολόγων περιστοιχίζει τον άβουλο αρχηγό. Πλήθος υπαλλήλων προθύμων να τον υπηρετήσουν.
Και μαζεύτηκαν, ξανά, όλοι αυτοί, σε συμβούλιο. Και διαβουλεύτηκαν. Και ανακάτευαν τις λέξεις και τις άλλαζαν: 
Και ονόμαζαν το σκοτάδι φως και τη δυστυχία υπομονή και την προδοσία αγάπη για την πατρίδα και το ξεπούλημα της πατρίδας σωτηρία της πατρίδας.
«Χωρίς αρετή η πολιτική είναι βαρβαρότητα» του λες του κενόκρανου.
Και μια κουτάλα ανακατεύει τον χυλό του άδειου του κρανίου. Και αυτός λέει, «η βαρβαρότητα είναι η αρετή της πολιτικής».  
Και σφυρίζουν κλέφτικα οι κλέφτες της ψυχής, της ζωής και της περιουσίας του λαού.
Και οι ερινύες, από μακριά πλησιάζοντας, κραύγαζαν:
Ένοχος. Ένοχος ψεύδους. Ένοχος εξαπάτησης. Ένοχος ενώπιον του Κυρίου τού Λαού σου.

Και συνεδρίασε το συμβούλιο των νταβατζήδων του λαού. Και απεφάνθησαν οι στρουθοκαμήλες:
«Στους λίγους δοθήκεν η γη στα πληθ’ οι ουρανοί/ δεν ειν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την υπομονή» (Κ. Βάρναλης).

Και συνομολόγησαν και βγάλανε απόφαση:
Οι μισθοί και οι συντάξεις των απλών ανθρώπων όλεθρος.
Εξολοθρεύστε τους, για να σωθεί η Πατρίδα.
Οι τραπεζίτες και οι σαπιοκοιλιές και οι κηφήνες είναι το μέλλον της Χώρας.

Και ο λαός, εκείνοι οι Πολίτες, ξεκόβοντας από τον μαζοχυλό, φώναζε:
«κλέφτες», «χαμόσυρτα, λερά σκουλήκια» (Κ. Βάρναλης).
«Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι» (Κ. Παλαμάς).
«Πολιτικατζήδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μουνούχοι…» (Γ. Σεφέρης).
Και κατέβηκαν οι «ωραίοι σαν Έλληνες» (Ν. Εγγονόπουλος) Πολίτες στους δρόμους και στις πλατείες, με τη σημαία της λεβεντιάς περήφανη, με το απροσκύνητο βλέμμα τους καθάριο. Και φωνάζουν:
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΕΠΕΡΑΣΕ ΤΗΣ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ Η ΩΡΑ».
Και φωνάζουν:
Προχωρείτε. Η Πατρίδα, η έρμη και πολυπονεμένη Πατρίδα, να σωθεί από την ξένη ακρίδα, που κουβάλησαν στη Χώρα οι πολιτικάντηδες τουρίστες της Ελλάδας.  
Εμπρός στην ντάπια σας, Πολίτες, να σώσουμε τη Χώρα από τους χαλασοχώρηδες, τους κακοπάτριδες, με την καρδιά σαν πέτρα.
Από τους οπαδούς των άκαπνων κομματικών φαντασμάτων, τους φυγόδικους του φωτός και της καθαρής αντρίκιας ματιάς.
Τους Γούσηδες, που άφησαν τις μπουκαπόρτες ανοιχτές και μπούκαραν σαν φίλοι οι εχθροί, που τους καλωσόρισαν σαν σωτήρες.
«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ» των ληστών της πατρίδας. Των σαπιοκοιλαράδων, που ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα.

Και κατέβηκαν, οι πολίτες της χώρας, οι πατριώτες (μακριά οι πατριδέμποροι της πατριδοκαπηλίας), κρατώντας της καμπάνας το σχοινί.
Για να σημάνουνε την ώρα, που θα γίνει η καινούργια Ελλάδα.
Η Ελλάδα που δεν θα ντρεπόμαστε να τη λέμε Ελλάδα.

Για να μπορούμε να σηκώνουμε το κεφάλι, οι Έλληνες (ΟΧΙ οι ελληναράδες, που πουλάνε ψόφιο νταηλίκι) και να λέμε:

Αυτή είναι η Ελλάδα:

Η ΕΛΛΑΔΑ με το καθαρό πρόσωπο. Με το φιλότιμο το ελληνικό. Με την ελληνική παιδεία και τη φιλοξενία.

Η ΕΛΛΑΔΑ των ανθρώπων του μόχθου, που κάνουν παξιμάδι το σκατό τους, αλλά έχουν το κούτελο καθαρό κι αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο.  Κι ΟΧΙ η Ελλάδα των μεγαλοφοροφυγάδων και των λαδωμένων τρωκτικών.

Η ΕΛΛΑΔΑ των τίμιων πολιτικών, που θέλουν και μπορούν να κοιτάνε τους πολίτες στα μάτια και ΟΧΙ των σφετεριστών της ψήφου του λαού, που ισχυρίζονται και προσπαθούν να τον πείσουν, πως «ο γάιδαρος πετάει». Και γεμίσαμε γαϊδάρους και γαϊδάρες.

Η ΕΛΛΑΔΑ των Ελλήνων, που αμύνονται «περί πάτρης» κι ΟΧΙ των ελληναράδων, κωλοελλήνων (Δ. Σαββόπουλος), που δουλεύουν (και μας δουλεύουν) για την πάρτη τους.

Η ΕΛΛΑΔΑ που αγωνίζεται, μαζί με τους τίμιους πολιτικούς της, ΟΧΙ τους πολιτικατζήδες, για να πάψει να είναι το κράτος, «κράτος αδηφάγων και ασυστόλων κώλων» (Σαββόπουλος).
Για να λέμε οι Έλληνες: «Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» (Κ. Καβάφης):

ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, που ανεβαίνουν στις κορφές, ΟΧΙ γλείφοντας έρποντας και με τα κέρατα τους, μα παλεύοντας, «μέσα στην εκκωφαντική ερημία του πλήθους» (Μ. Αναγνωστάκης), για την αξιοκρατία, και την ανθρωπιά.

ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ, που θίγοντας, ελευθερόστομοι, τα «κακώς κείμενα», βάζουν φωτιά στα πουρναρόξυλα των απάνθρωπων και ασύδοτων, αδιαφορώντας για την κατηγορία του εμπρηστή των σκουπιδιών της παγκοσμιοποιημένης εκμετάλλευσης των ανθρώπων.

ΔΙΚΑΣΤΕΣ, που απονέμουν δικαιοσύνη ακριβοδίκαιη και ΔΕΝ κλείνουν το σανιδένιο μάτι τους στους ισχυρούς.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ που λένε την αλήθεια κι ΟΧΙ την πειραγμένη αλήθεια των πατρώνων τους.

ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ παιδαγωγούς κι ΟΧΙ γλωσσοχαλαστές, που χαλώντας τη γλώσσα χαλάνε και τον λαό.

ΛΑΟ και ΠΟΛΙΤΕΣ, που την πόλη κρατύνουν κι ΟΧΙ στέρφους αυνάνες, σπουδαιογελοίους, «πολιτισμένους» βάρβαρους, νεοευρωπαιοέλληνες, που παθαίνουν αλλεπάλληλους οργασμούς και εκσπερματώσεις, φαντασιοκοπώντας παγκοσμίως και ευρωπαϊστί, άνευρος μαζοχυλός, μπροστά στο βλακοκούτι, χάσκακες των αδόντων, ακκιζομένων και λοιπών αιδοίων.

Νταβατζήδες του Λαού. Όχι. Δεν θα σας κάνουμε τη χάρη να σας μοιάσουμε.

Ξανά, ΟΧΙ! θα πούμε.
Ξυπνάνε οι άνθρωποι.

«Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
Τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους»
(Δ. Σαββόπουλος).

Και θα δούμε, τότε, «κύριε ΜΑΛΑΚΑση, ποιος εν τέλει θα γελάσει»
(Κ. Καρυωτάκης). (Τα κεφαλαία δικά μου.)