Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Μα......

Μα ...αυτό που χρειάζεται περισσότερο αυτή η χώρα, ένα άλλο μεγάλο έλλειμμά της, είναι τα όνειρα. Αυτή η χώρα έχει ξεχάσει να ονειρεύεται, καθώς από τη μία έχει μείνει με το βλέμμα στραμμένο στην αρχαιότητα και από την άλλη, εκεί που αρνείται να κοιτάξει, βυθίζεται στη βαρβαρότητα και στα σκ#%ά. Είμαστε ένας συμβολολάγνος, σοβαροφανής και αφανής λαός αρχαιοφυλάκων ανίκανος να παραγάγει και να δημιουργήσει. Είμαστε πολιτισμικά, πολιτιστικά και ενδεχομένως πολιτικά ευνούχοι, δέκα εκατομμύρια λαός που αυνανίζεται μπροστά σε καρτ ποστάλ του Παρθενώνα και ίσως και της Αγιάς Σοφιάς.

Οι Αθηναίοι της κλασσικής περιόδου έσπαζαν του κούρους και τις κόρες για να στρώνουν τους δρόμους τους, θεωρώντας ότι είναι η καλύτερη γενιά από όλες τις προηγούμενες γενιές της πόλης τους και ότι τα παλαιότερα ήταν αστεία μπροστά στα καινούρια. Πρέπει να τον γκρεμίσουμε τον Παρθενώνα και να τον κάνουμε ασβέστη, στη φαντασία μας. Πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε ότι αυτό που ήταν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια έχει πλέον διαχυθεί στον παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι θαυμάσιο που είναι μέρος της ιστορίας μας, πρέπει να μας εμπνέει, δεν είναι όμως το χωραφάκι του πατέρα μας από το οποίο περιμένουμε να τραφούμε και το οποίο υπερασπιζόμαστε με το δίκαννο από καταπατητές. Είναι αγώνας μάταιος. Το χωραφάκι δεν υπάρχει πια.

Αν ρίχναμε και μια ματιά στο μέλλον, θα ήταν όλα πιο καλά.

Από τη μία περιφρονούμε τον Καραγκιόζη και από την άλλη, με το που θα τον διεκδικήσει, όχι αδίκως, κάποιος άλλος, αμέσως αισθανόμαστε θιγμένοι, σαν τα κακομαθημένα παιδάκια που παρατάνε ένα παιχνίδι και βρίσκουν ξαφνικά το ενδιαφέρον τους για αυτό ακριβώς τη στιγμή που θα το πιάσει κάποιο άλλο παιδάκι. Ο πολιτισμός σαν κλειστό επάγγελμα.

Σκεφθείτε λίγο, αν θέλετε να είσαστε σαν τους αρχαίους, τι έκαναν οι αρχαίοι. Ονειρεύονταν, οραματίζονταν, δημιουργούσαν, εισήγαγαν κενά δαιμόνια, σατίριζαν τα ιερά και τα όσια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν φορτωμένοι με χίλια δυο ελαττώματα και στραβά, ίσως όχι λιγότερα από όσα εμείς. Δεν ήταν όμως βασική ενασχόλησή τους να βρίσκουν αφορμές για να αισθανθούν προσβεβλημένοι π.χ. επειδή ένα περιοδικό απεικόνισε έτσι ή αλλιώς ένα άγαλμα ούτε το ανήγαγαν αυτό σε εθνικό θέμα θέλοντας θαρρείς να υπογραμμίσουν τη γελοιότητα και την ασημαντότητά τους. «Άλλοι λαοί δεν συμπεριφέρονται έτσι;» μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. Πιθανότατα, είναι η απάντηση, μόνο που οι λαοί που κάτι καταφέρνουν δεν περιορίζονται στο να σκέφτονται από τη μία το παρελθόν και από την άλλη το τι κάνουν οι άλλοι, για να οριοθετήσουν αυτό που είναι και αυτό που μπορούν, ούτε ψάχνουν για να αυτοπαρηγορηθούν για την κατάντια τους τα απανταχού κακά του κόσμου, για να πουν χαιρέκακα «Α, να, κοίτα! Συμβαίνουν και εκεί!». Αντιθέτως, αναζητούν το καλό που έχει ο κάθε λαός και το κάνουν ακόμη καλύτερο και προσθέτουν και κάτι τρίτο δικό τους, χαράζουν τη δική τους πορεία, τολμώντας το άλμα στο κενό του μέλλοντος πιστεύοντας σε αυτό που είναι και στις δυνάμεις τους.

Γιατί τα γράφω αυτά; Μάταιος κόπος, σε ένα λαό όπου έγνοια των δικαστών είναι να μην τους απογράψουν με τον ίδιο τίτλο που απογράφονται όλοι οι άλλοι, όπου γίνεται θέμα μια αφίσα που υποδηλώνει το αυτονόητο: ότι ομοφυλόφιλοι είναι στατιστικά βέβαιο ότι έχουν υπηρετήσει στην προεδρική φρουρά και ότι σίγουρα περιλαμβάνονται σε αυτό που συμβολίζει το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, έχοντας χάσει τη ζωή τους για την πατρίδα. Μάταιος κόπος σε έναν λαό που έχει γίνει εύθρυπτος σαν αρχαίο διαβρωμένο μάρμαρο ή μούμια, ταριχευμένο πτώμα σαν τα σκηνώματα που προσκυνά, αφορίζοντας κάθε μεγάλο πνεύμα αυτής της χώρας που τόλμησε να εκφράσει κάτι καινούριο τους τελευταίους αιώνες, σε ένα λαό κουραδόμαγκα που έχει σαν εθνικό χόμπι να ψάχνει για πάρκινγκ, να πατάει ζώα στους δρόμους, να ρίχνει φόλες και να χύνει τσιμέντα.

Κεκτημένο δεν είναι τίποτα πέρα από τη στιγμή που ζεις και αυτή είναι που καθορίζει αυτό που είσαι.

Η κατάρρευση που βιώνουμε είναι από μια οπτική η εξάντληση των ορίων του να ασχολείσαι αποκλειστικά με το παρελθόν σου. Το κεφάλαιο ξοδεύτηκε. Αυτό που χρειαζόμαστε απελπισμένα σήμερα είναι λίγη ρήξη. Το ένδοξο παρελθόν, από βάση στην οποία πατήσαμε για να δημιουργήσουμε το νεοελληνικό κράτος και πολιτισμό έχει μετατραπεί σε βάρος που μας τραβάει στην άβυσσο, ίσως γιατί μένοντας ναρκισσιστικά προσηλωμένοι σε αυτό αδυνατούμε να διακρίνουμε τη σημερινή μας πραγματικότητα και να χαράξουμε το σημερινό μας μονοπάτι.

Ο Έλλην απαξιεί να ασχοληθεί με τα σκα*ά του και τα σκουπίδια του και με άλλα ταπεινά ζητήματα, για αυτό και πνίγεται μέσα σε αυτά.

Άντε, βάλτε τώρα κανένα ψευτοκλασικό κιτς έργο σε στυλ Μυθοδυσωδίας με άφθονες ψευτοβαγκνερικές κορώνες και έπικ μπάσα (η κλασική μουσική του σκυλά), ρίξτε και κάνα φως στην Ακρόπολη, να τη βρούμε λίγο μέχρι να έλθουν οι Ελ το 2012, κάπως θα αντέξουμε μέχρι τότε, ε; Η εσχατολογία να είναι καλά και θα αντέξουμε τις περικοπές και τους φόρους.

Τοξικα Μυαλα

Μαθαίνεις ότι πρέπει να απαρνηθείς τις ευαισθησίες σου για να επιβιώσεις, για να μην είσαι αδύναμος, μετά, γεμίζεις με ενοχές, φόβο, σκληρότητα και υποταγή, για να αρέσεις, για να τα καταφέρεις, για να κατακτήσεις. Μαθαίνεις ότι δύναμη είναι το να κλείνεις τα μάτια, το να οχυρώνεσαι στον εγωισμό, να μην αγαπάς (άντε, εκτός από δύο ή τρία άτομα κοντά σου και αυτά υπό αίρεση), να μη συμπονάς, να μην καταλαβαίνεις, να είσαι σκληρός. Μαθαίνεις να είσαι εχθρός με τον κόσμο. Μαθαίνεις να μην ενδιαφέρεσαι για την αλήθεια, αλλά για τα «σημαντικά». Μαθαίνεις ότι πρέπει να είσαι αρεστός αντί για αληθινός. Ζεις ψεύτικος σε ένα ψεύτικο κόσμο και ίσως κάποια στιγμή, αν έχεις τύχη ή προδιάθεση, πιθανώς με κάποια ασήμαντη αφορμή, να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις απαρνηθεί ό,τι είναι πολύτιμο για μια χούφτα στάχτες και αποκαΐδια, ότι αυτό που νόμιζες ότι σε κάνει «μεγάλο και τρανό» σε κάνει ένα θλιβερό ανθρωπάκι.

Συνειδητοποιείς ότι δύναμη δεν είναι να έχεις κλειστά τα μάτια, αλλά να τα έχεις ορθάνοιχτα, να έχεις επίγνωση και ευαισθησία κάθε στιγμή, να συμπονάς. Δύναμη είναι να συμπονάς τα πάντα, ακόμη και το πλάσμα που δεν έχεις επιλογή παρά να σκοτώσεις για να επιβιώσεις, ακόμη και τη σαλάτα σου. Δύναμη είναι να νοιώθεις τα πάντα, να έχεις το θάρρος να αδειάζεις το ποτήρι μέχρι τον πάτο. Συνειδητοποιείς ότι η σκληρότητα σε κάνει ένα σκληρό κέλυφος δίχως ζωή. Συνειδητοποιείς ότι, αν υπάρχει κάτι που έχει αξία σε αυτό τον κόσμο, αυτό είναι η αλήθεια. Συνειδητοποιείς ότι πρέπει να είσαι αληθινός και να μην κρύβεις την αλήθεια σου, διότι, αν φοράς πολύ ώρα τη μάσκα, πας να τη βγάλεις κάποια στιγμή, που θα κρίνεις ότι έφτασε η κατάλληλη ώρα, και αντιλαμβάνεσαι έντρομος ότι έχει γίνει ένα με το πρόσωπό σου. Συνειδητοποιείς ότι πρέπει να δίνεις προτεραιότητα στην αξία και όχι στο χρήμα. Αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη κοινωνία σαν ένα απέραντο φρενοκομείο, κάνεις φίλους σου τα πουλιά, τα δέντρα, τον ουρανό και το χώμα. Ξυπνάς το πρωί και τρέχεις να καλημερίσεις τον πατέρα σου, τον ήλιο και να δεχτείς το ζεστό χάδι του. Περιμένεις χωρίς φόβο τον θάνατο και τη στοργική μητρική αγκαλιά της γης, για να δώσεις πίσω αυτό που δανείστηκες, για να ξαναγίνεις νερό, χώμα, σκουλήκι, έντομο, πουλί, λουλούδι, δέντρο, γέννημα, καρπός, ζώο, άνθρωπος, σύννεφο που παρασέρνει νωχελικά το αεράκι πάνω από μια πολυπληθή παραλία όπου κάποτε κολύμπησες και εσύ (το αστείο είναι ότι ήδη κομμάτια σου που ήταν «εσύ» σε διάφορα στάδια της ζωής σου είναι ήδη κάτι άλλο, ζωή και θάνατος είναι πιο αξεχώριστα από όσο νομίζουμε, είναι ένα και το αυτό).

Ξυπνάς από το λήθαργο και ζεις σε ένα πανηγύρι ζωής και θανάτου, γελάς με το κοσμικό αστείο και ενώ συνεχίζεις να ζεις μέσα στον κόσμο και να παλεύεις για το ωραίο και το καλό, παράλληλα, αυτό που είναι αρχαίο και αιώνιο μέσα σου, η σκόνη των άστρων, κρυφοκοιτάζει από τις γωνίες και σου ψιθυρίζει πάντα, «μη χολοσκάς, όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή...» και αυτό σου φαίνεται το πιο αισιόδοξο πράγμα του κόσμου και εκεί που κλαις και υποφέρεις καθώς σου μασουλά τα κόκαλα το σκυλί της πραγματικότητας θες να γελάσεις με την καρδιά σου και συμπονάς όλη την πλάση και βλέπεις ότι τίποτα δεν είναι άψυχο και ότι όλες οι ψυχές εκπορεύονται από την ίδια ψυχή και ότι είσαι μέσα σε όλα, ότι είσαι όλα και όλα είναι εσύ. Να, ένα κομμάτι μου είναι μέσα σε αυτό τον πέτρινο σκαραβαίο που με κοιτάζει από το ράφι της βιβλιοθήκης καθώς δακτυλογραφώ. Σταματώ την πολυλογία. Θα πω μόνο ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας δεν είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος, αλλά η μόλυνση του μυαλού με τη σκληρότητα, η μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα από τα επακόλουθά της. Αν θέλεις καθαρότερο περιβάλλον, άρχισε καθαρίζοντας το μυαλό σου.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

FAQ.........

Περπατάς ανάμεσα στους ανθρώπους και χίλια πράγματα σε ενοχλούν και σε θυμώνουν. Σκέψου όμως ότι ίσως αυτό να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολύ σημασία που τους δίνεις, στον τρόπο που υπερεκτιμάς τη φύση τους. Τους θεωρείς φορείς του καλού και του κακού, φορείς κάποιας θείας φύσης ή ελεύθερης βούλησης, αλλά είναι αυτή η σωστή αντίληψη; Ένας λογικός άνθρωπος δεν θυμώνει όταν του επιτίθεται ένα πεινασμένο ή τρομαγμένο ζώο, κάνοντας φυσικά όσα πρέπει για να αμυνθεί όσο διαρκεί η απειλή. Σκέψου τώρα ότι ο άνθρωπος που πετά ένα χαρτί στο δρόμο ή αδικεί για να υπηρετήσει την ιδιοτέλειά του δεν είναι παρά ένα έρμαιο ορμών και παρορμήσεων, είναι λιγότερο ελεύθερος από ένα ζώο. Τι σημασία έχει ότι μιλάει και μοιάζει να έχει κάποια λογική σκέψη; Μη σε ξεγελούν αυτά. Η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι και αυτή ένα φυσικό φαινόμενο, όπως η βροχή, όπως μια φυσική καταστροφή. Μπορείς, με αυτό τον τρόπο, ακόμη και να περπατάς σε μια άσχημη πόλη όπως αυτή που ζω και να παρατηρείς τους άσχημους ανθρώπους που σε περιστοιχίζουν ακριβώς όπως παρατηρείς ένα ηφαιστειακό τοπίο, ένα πλήθος άγριων ζώων. Με αυτό τον τρόπο, ίσως να ανακαλύψεις ότι μπορείς να δεις με συγκατάβαση, για να μην πω συμπάθεια, ακόμη και αυτούς που κάνουν τα χειρότερα.

Κοίταξέ τους, κρεάτινα συστήματα που δεν έχουν κανένα έλεγχο στη βούλησή τους, που νομίζουν, οι αφελείς, ότι είναι δική τους. Καθορίζονται από τις γενετικές καταβολές τους και τις επιδράσεις από το περιβάλλον τους. Αξίζει να οργίζεσαι για αυτούς, ακόμη και όταν σε βλάπτουν; Κάνεις ό,τι μπορείς, τους αποφεύγεις, τους χειραγωγείς, τους χρησιμοποιείς για να επιτευχθεί αυτό που θεωρείς σωστό, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορείς να θυμώσεις με ένα είδος πιθήκου, έστω και αν αυτό είναι το χειρότερο που υπάρχει, έστω και αν εκτελεί τα αναπαραγωγικά τελετουργικά του και ανταγωνίζεται για την αρχηγία της αγέλης κραδαίνοντας πυρηνικά όπλα. Κοίτα πώς πάει να κρύψει τη γύμνια του με χρωματιστά υφάσματα, πώς στολίζει τις αθλιότητές του με γυαλιστερά μπιχλιμπίδια. Με όλα του τα κόλπα, αντί να κρύψει, κάνει ακόμη πιο προφανή την αχρειότητά του. Ανεβαίνει στον ψηλό βωμό να θυσιάσει στους θεούς του και, έτσι, όλοι βλέπουν από κάτω τον κώλο του. Κρίμα, βέβαια, που είχαμε την ατυχία να ζούμε ανάμεσά τους και να έχουμε την όψη τους. Εσύ και εγώ δεν είμαστε, φυσικά, σαν και αυτούς, έτσι δεν είναι;

Πόσο θα άλλαζε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας εάν στρέφαμε αυτό το ίδιο βλέμμα καταπάνω μας; Πόσο θα άλλαζε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο εάν οχυρωνόμασταν σαν παρατηρητές καρχαριών μέσα σε ένα κλουβί παρατήρησης στα βάθη της θάλασσας, επιστρατεύοντας όσο καλύτερα μπορούμε ό,τι είναι καθαρή συνείδηση μέσα μας, χωρίς λέξεις, χωρίς καμία κρίση, χωρίς καμία ερμηνεία και απλώς παρατηρούσαμε όσα γίνονται στο μυαλό μας, όσα αντιλαμβανόμαστε από τις αισθήσεις μας, τις ίδιες μας τις σκέψεις, σαν ξένα πράγματα, σαν κάτι που είναι εκεί έξω; Πώς θα ήταν να βιώναμε έστω και μία στιγμή καθαρής, ανόθευτης συνειδητότητας, χωρίς κανένα φόβο, χωρίς καμία ελπίδα, χωρίς κανένα υπολογισμό, απαρνούμενοι σαν ξένα όσα μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι είναι εγώ; Μήπως είναι αυτή η απόλυτη, η υπέρτατη ελευθερία στην οποία μπορεί να ελπίζει ένα άνθρωπος; Το τέλος της δυστυχίας και της ευτυχίας, αλλά το άνοιγμα μιας πύλης σε κάτι άλλο; Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, αλλα........

Το συνορο της πραγματικοτητας ...

Το συνορο της πραγματικοτητας ...είναι ο πόνος. Χωρίς τον πόνο, το σύνολο της εμπειρίας μας δεν θα ήταν παρά ένα όνειρο, ίσως ούτε καν αυτό. Χωρίς τον πόνο, ο άνθρωπος θα ήταν απαλλαγμένος από το ζυγό της ανάγκης, αλλά ίσως και από κάθε κίνητρο, κίνητρο ακόμη και για να ασχοληθεί με ο,τιδήποτε τον περιβάλλει, ακόμη και για να προσπαθήσει να το αντιληφθεί. Χωρίς τον πόνο, θα μας ήταν ξένο ακόμη και το ίδιο μας το σώμα, αφού όχι μόνο οι διάφορες ανάγκες του θα μας άφηναν αδιάφορους, αλλά και τα παθήματά του θα ήταν για εμάς άνευ ενδιαφέροντος, ακόμη και οι ακρωτηριασμοί, ακόμη και η απώλεια αισθητηρίων οργάνων, όπως τα μάτια - αφού το μόνο που θα χάναμε θα ήταν ένα θέαμα. Χωρίς τον πόνο, έρωτας δεν θα υπήρχε, αφού δεν θα υπήρχε στέρηση του άλλου και επιθυμία για ολοκλήρωση. Χωρίς τον πόνο, η αίσθηση του χρόνου θα ήταν ελάχιστη και εντελώς υποκειμενική, ίσως ονειρική, αφού τα διάφορα ρολόγια του σώματος, το μούδιασμα του ποδιού όταν μένουμε στην ίδια θέση, η βαθμιαία αύξηση των αναγκών, της δίψας, της πείνας, όλα αυτά θα απουσίαζαν, μια ημέρα θα μπορούσε ίσως να μοιάζει με δέκα λεπτά και το αντίστροφο.

Χωρίς τον πόνο, δεν θα υπήρχε χαρά, η χαρά είναι αρνητικό μέγεθος και ορίζεται ως απουσία του πόνου ή του φόβου του πόνου ή απαλλαγή από τον πόνο ή από το φόβο του πόνου.

Χωρίς τον πόνο, δεν θα υπήρχε αγάπη, αφού δεν θα μπορούσαμε να συμΠονέσουμε κανέναν και τίποτε.

Η ζωή, ως εμπειρία, είναι πόνος, το να ζεις, σημαίνει να πονάς, το να μην πονάς, σημαίνει ότι δεν ζεις.

Ο πόνος είναι το φυτίλι και η μίζα της αντίληψης, η άγκυρα στο πραγματικό, ίσως η πιο αξιόπιστη άγκυρα και, αν δεν με πιστεύετε, θυμηθείτε πόσες φορές έχετε ζητήσει να σας τσιμπήσουν για να δείτε αν ονειρεύεστε, για να βεβαιωθείτε ότι αυτό που σας συμβαίνει είναι πραγματικό.

Λοιπόν, ίσως ο πόνος να είναι πράγματι το τίμημα, το νόμισμα με το οποίο πληρώνει η ψυχή τη γνώση.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Πολλαπλη χρεοκοπια

Βλέπουν τη χρεοκοπία μιας οικονομίας, βλέπω τη χρεοκοπία ενός κοινωνικού μοντέλου. Εστιάζουν σε αυτό που καταλαβαίνουν, στην οικονομική χρεοκοπία, στο πορτοφόλι. Πιστεύω ότι αυτό είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα. Ο θάνατος ήταν προαναγγελθείς. Πολύ πριν να χρεοκοπήσουμε ως οικονομία, είχαμε χρεοκοπήσει ως κοινωνία. Είχαμε χρεοκοπήσει ηθικά, κοινωνικά, δημιουργικά, ίσως ακόμη και πολιτισμικά. Πριν να χάσουμε σε αξία, είχαμε απολέσει τις αξίες - ή δεν είχαμε καταφέρει να τις αποκτήσουμε ποτέ.

Καυχόμαστε για την αρχαία δημοκρατία και τις πόλεις κράτη, αλλά στη νεότερη Ελλάδα δεν αποκτήσαμε ποτέ συνείδηση πολίτη, κοινωνική συνείδηση και αίσθηση ηθικής υποχρέωσης απέναντι στο σύνολο και κατ’ επέκταση στο κράτος. Το κράτος, ως θεσμική και λειτουργική έκφραση της κοινωνίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και των κοινών αξιών, ποτέ δεν απέκτησε υπόσταση στη συνείδηση των Ελλήνων ανάλογη αυτής σε χώρες βορειότερα και δυτικότερα από εμάς. Ο Έλληνας δεν κατάλαβε ποτέ τι ακριβώς σημαίνει κράτος. Οι Έλληνες δεν έχουν κράτος, έχουν έθνος, από αυτό πηγάζουν και πολλά μπερδέματα της εποχής.

Το κράτος ήταν πάντα κάτι έξωθεν, κάτι όχι συλλογικό, αλλά απρόσωπο, κάτι που δεν το θέλουμε όταν μας φορολογεί, αλλά το βρίζουμε όταν δεν έχει πυροσβεστικά να σβήσουν τη φωτιά, κάτι που οφείλει να μας προστατεύει, αλλά που δεν είναι άξιο προστασίας (και με αυτό δεν εννοώ την πεποίθηση ότι πρέπει να διογκώνεται έτσι, ώστε να βολέψει και εμάς), το βρίζουμε όταν πάει να εφαρμόσει κανόνες στη δική μας συμπεριφορά, το βρίζουμε και όταν δεν εφαρμόζει τους κανόνες σε αυτούς που μας ενοχλούν. Το κράτος δεν είναι δικό μας, συνεπώς, κανένας σχεδόν δεν αισθάνεται ότι βλάπτει κάποιον όταν το κλέβει και κανένας δεν θίγεται όταν τον κλέβουν εμμέσως κλέβοντας το κράτος. Έτσι, το κράτος εξελίχθηκε σε ένα διογκωμένο, αλλά αναποτελεσματικό καρκίνωμα πελατειακών σχέσεων που λειτουργεί σπασμωδικά, αδικεί και αδικείται. Σε μια χώρα πειρατών, το κράτος θα είναι πειρατικό.

Σε αυτό το πλαίσιο, έννοιες όπως αξιοκρατία δεν έχουν καμία απήχηση. Σάμπως του αλλουνού το παιδί αξιοκρατικά διορίστηκε; Εξάλλου, κανένας δεν τρώει ποτέ το ψωμί του άλλου και όλοι οι καλοί χωράνε. Με τέτοια μυαλά οικοδομήσαμε ένα κράτος βλακείας, ανικανότητας και αρπαγής. Όταν ακούς υπουργό να δηλώνει ότι είναι κρίμα που η λέξη «κρίση» δεν έχει υπερθετικό βαθμό, καταλαβαίνεις το επίπεδο των στελεχών της ηγεσίας. Όχι, αυτό δεν ήταν απλό λεκτικό ολίσθημα ή λάθος, αλλά έλλειψη ικανότητας συγκροτημένης σκέψης. Οι ικανότητες των ανθρώπων που αναδεικνύονται μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς δεν έχουν καμία σχέση με τις ικανότητες που απαιτεί μια χρηστή και ικανή διακυβέρνηση. Με άλλα λόγια, τι ελπίδες έχουμε όταν το ίδιο το σύστημα αλγοριθμικά απορρίπτει αυτούς που θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό; Μόνο από σπόντα, από ανάγκη και από υπερεθνικά κέντρα εξουσίας μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι. Οι δικοί μας είναι τζούφιοι μπεμπέδες ή πονηροί μπακάληδες που κλέβουν στο ζύγι.

Ποιος μπορεί να μας σώσει από αυτό που είμαστε; Ένα άτομο αλλάζει όταν διαπιστώνει ότι οι συμπεριφορές του δεν μπορούν πλέον να του εξασφαλίσουν την επιβίωση ή τη συνέχιση του τρόπου ζωής του. Είναι μια διαδικασία επίπονη, αλλά με μια μεγάλη ανταμοιβή για όσους τα καταφέρνουν: την ωρίμανση, την ενηλικίωση. Είμαστε πλάσματα της συνήθειας και δεν αλλάζουμε επειδή θεωρητικώς κατανοούμε ότι έτσι πρέπει, αλλά μόνο όταν βλέπουμε άδειο το τσουκάλι. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνίες. Όταν το τραπέζι είναι στρωμένο, δεν αλλάζουν. Αυτό που βιώνουμε σήμερα μπορεί να είναι και ευκαιρία για ριζικές αλλαγές. Η αποτυχία και η πτώση είναι επίσης ενδεχόμενα. Οψόμεθα.

Στο ματι του κυκλωνα

Υπάρχει μόνο ένας που θεωρώ εχθρό μου, ο κόσμος. Είμαι ορκισμένος εχθρός αυτού του κόσμου και απεργάζομαι πάντα την καταστροφή του. Ίσως να είναι οι ατέλειές του, ίσως η μοίρα που επιφυλάσσει για τόσα από τα πλάσματά του, ο πόνος, η φθορά, η σύγκρουση, η δυσαρμονία, η ανάγκη, η έλλειψη, η ανάγκη της καταστροφής του ενός για να ζήσει το άλλο. Ίσως πάλι όλα αυτά να είναι δικαιολογίες. Ίσως ο θυμός μου να οφείλεται στο ότι αυτός ο κόσμος δεν κάμπτεται άμεσα και πειθήνια στη βούλησή μου. Ο κόσμος δεν με υπακούει και όχι μόνο αυτό, αλλά προσπαθεί και να μου επιβληθεί κάθε στιγμή. Ίσως να είμαι υπέρμετρα εγωιστής. Αλλά πείτε μου, ποιος μπορεί να μη μισήσει τον κόσμο όταν πρέπει να μεταφράζει λειτουργικά συστήματα αντί να διαβάζει ποίηση και ποιος μπορεί να μη μισήσει τον κόσμο όταν πρέπει να συμπληρώνει τη δήλωση ΦΠΑ ή να πάει για κάποια δουλειά στην εφορία αντί να χαϊδεύει με τα πινέλα τον λευκό καμβά ζωντανεύοντας νεράιδες και θεές, στη γιορτή της γραμμής και του χρώματος. (Συγχωρέστε τις περικοκλάδες, φταίει ο Τέλεμαν που ακούω τώρα).

Όπως και να έχει ο κόσμος είναι ο εχθρός μου. Προσπαθώ να σκεφτώ εναλλακτικές λύσεις περάν της καταστροφής του καθώς υπάρχουν λέει και μερικοί που τους αρέσει αυτός ο κόσμος. Θα τους εγκατέλειπα λοιπόν σε αυτόν και θα έφτιαχνα ένα δικό μου σύμπαν-βρέφος. Ένα μικρούλι σύμπαν που θα το φρόντιζα σαν να ήταν ο κηπάκος μου. Θα το πρόσεχα, θα το περιποιούμουν, θα μάζευα εκεί μερικά ζωντανά που θα είχαν κακοπάθει σε αυτόν τον κόσμο. Όλοι θα τρέφονταν από το φως, ο αγώνας θα ήταν για να ανέβεις ψηλότερα, σε έμπνευση και δημιουργία, σε χαρά, και όχι μια αέναη μάχη για να μην πέσεις κάτω. Η κινητήριος δύναμη θα ήταν ο έρωτας, όχι ο πόνος και η στέρηση. Βλέπω στο σύμπαν-βρέφος μου όμορφα περιστύλια και αρχιτεκτονήματα αρμονικά δεμένα με τη φύση. Βλέπω καλλιτέχνες και επιστήμονες, στοχαστές, δημιουργούς και πλάσματα που απλώς θα χαίρονταν το ένα την ύπαρξη του άλλου και την ομορφιά, χωρίς καμία σαρκική βρωμιά. Θα περιπλανιέμαι μέσα στο μικρό μου σύμπαν και θα απολαμβάνω τις μελωδίες που θα σκορπούν χαρούμενες ορχήστρες εδώ και εκεί και τις χαρούμενες φωνές των πουλιών.

Μπορεί να έδινα το κλειδί για αυτό το σύμπαν σε ελάχιστους ανθρώπους αυτού του σύμπαντος ή μπορεί πάλι να το κρατούσα μυστικό από όλους. Δεν θα ήθελα να κουβαλούσαν μαζί τους τίποτα που θα λέρωνε το μικρό μου σύμπαν. Όταν θα το ετοίμαζα, απλώς θα χανόμουν κάποια στιγμή από αυτό τον κόσμο. Θα έβρισκαν κάποια στιγμή τον υπολογιστή μου ανοιχτό, με την τελευταία μετάφραση μισοτελειωμένη στην οθόνη, το φως ανοιχτό, ένα ξεχασμένο φλιτζάνι τσάι και εγώ άφαντος. Δεν έχω μεγάλες απαιτήσεις σε χώρο, ίσως και 4-5 πλανητικά συστήματα να ήταν αρκετά.

Δυστυχώς, αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω πολλές πιθανότητες να πλάσω ένα δικό μου σύμπαν-βρέφος. Είμαι κολλημένος σε αυτόν τον κόσμο που μισώ, ανήκοντας σε ένα σιχαμερό είδος, αναγκασμένος να ζω μέσα στις βρωμερές αποικίες που δημιουργεί, αναγκασμένος να κοιτάζω στον καθρέπτη και να βλέπω ένα από αυτά τα όντα. Όχι, δεν μπορώ να δεχτώ ότι είμαι ένα από αυτά τα απεχθή πλάσματα, ότι είμαι υποχρεωμένος να ζω ανάμεσά τους. Ευτυχώς όμως, υπάρχει και ένας αληθινός φίλος. Πόσο με χαροποιεί η ύπαρξή του, πόση θαλπωρή αισθάνομαι στην σκιά του, πόση ανακούφιση. «Υπάρχει αυτός" σκέπτομαι, «δεν υπάρχει λόγος να λυπάμαι πραγματικά για τίποτε, λίγη υπομονή μόνο και κάποτε, με προειδοποίηση ή χωρίς, θα με επισκεφθεί για να με λυτρώσει από όλα αυτά». Η ύπαρξη αυτού του φίλου μου δίνει δύναμη να συνεχίζω.

Πόσο φριχτός εφιάλτης μου μοιάζει το όνειρο ορισμένων, αθανασία. Και μόνο η σκέψη αυτής της λέξης, τα δεσμά που σημαίνει αυτή, με κάνουν να φρίττω. Αιωνιότητες φυλακής μέσα στη σάρκα ή την ταυτότητα (για αυτούς τους πιστούς της θρησκείας της τεχνολογίας που περιμένουν τη μεταφορά της συνείδησής τους μέσα σε έναν υπολογιστή) ή και τα δύο. Αιώνια καταδίκη να ζεις με όσα λάθη θα σωρεύεις στο διηνεκές. Ένας Προμηθέας χωρίς Ηρακλή, Σίσυφος, παντοτινό υποζύγιο της ανάγκης. Ελπίζω βέβαια να υπάρχουν αιώνιοι νόμοι που να καθιστούν αδύνατη αυτή την προοπτική. Όσο σαδιστής και αν είναι ο κύριος αυτού του κόσμου, υπάρχουν και όρια.

Πώς μπορεί όμως να πορευθεί κάποιος μέχρι να δημιουργήσει το αστροπελέκι του που θα πετάξει με ηδονή χιλίων οργασμών στην καρδιά αυτού του σύμπαντος λυτρώνοντας όλα τα πλάσματα ή μέχρι να φτιάξει το δικό του σύμπαν-βρέφος ή μέχρι να τον επισκεφθεί ο «φίλος»; Μα, φυσικά καταφεύγοντας στο μάτι του κυκλώνα όπου βασιλεύει η γαλήνη, στο καταφύγιο της ψυχής, εκεί όπου βρίσκεται η μυστική παπαρούνα του. Εστιάζοντας την προσοχή του στο κέντρο εντός του και αρνούμενος να αναγνωρίσει εξουσία ή δύναμη σε όλα τα εκτός. Αν ο κόσμος σου στρέφει την πλάτη προσπαθώντας να σε κάμψει, αν νοιώθεις να παγώνεις και να μένεις μόνος και απροστάτευτος, ανταπόδωσέ το στο δεκαπλάσιο! Κάγχασε μπροστά στους θεούς και στους δαίμονές σου, κάψε και βεβήλωσε τους ψεύτικους ναούς που άλλοι έχουν χτίσει για σένα. Κατούρησε στα ιερά σκεύη που σου έχουν επιβάλει να προσκυνάς με μέσο τη δεισιδαιμονία.

Ήταν πριν από καιρό σε δύσκολες στιγμές που ανακάλυψα το δικό μου μάτι του κυκλώνα, ένα πετρώδη λόφο. Εκεί πάνω βρίσκεται μια ευθυτενής μορφή, φορά γαλάζιους μανδύες που ανεμίζουν σε έναν παγωμένο, αναζωογονητικό άνεμο (ναι, το ξέρω ότι στο πραγματικό μάτι του κυκλώνα επικρατεί άπνοια), κάτω από έναν ξάστερο ουρανό, χαμογελά αινιγματικά και αγναντεύει τον ορίζοντα χωρίς να εστιάζει κάπου. Είναι ο εαυτός μου. Σε μια ακτίνα ολόγυρα το χάος μαίνεται στροβιλιζόμενο, ολοφυρόμενο, αλλά δεν μπορεί να με πλησιάσει, δεν μπορεί να με αγγίξει. Σε αυτόν τον μικρό χώρο, από όπου κανένας δεν μπορεί να με εκδιώξει, είμαι πανίσχυρος, η βούλησή μου κυβερνά απόλυτα. Όποτε αισθάνομαι πίεση, πατάω τέρμα το φρένο ό,τι και αν συμβαίνει, υποχωρώ σε αυτό το κέντρο και κανένας δεν μπορεί να με φτάσει πια. Σε αυτόν το ιερό χώρο, σε αυτό το άβατο, μαζεύω τις δυνάμεις μου και εφορμώ ξανά έξω για να πράξω αυτό που θεωρώ σωστό, ανεπηρέαστος από απειλές και υποσχέσεις, από συναισθηματικές δεσμεύσεις, από φόβο και ελπίδα, ίσως ακόμη και από πόνο (ευτυχώς αυτό δεν χρειάστηκε να το δοκιμάσω).

Σας προτείνω να βρείτε το δικό σας εσωτερικό άβατο, να ανακαλύψετε το δικό σας μάτι του κυκλώνα. Δεν είναι δύσκολο. Εγώ το είδα κοιτάζοντας έξω από τα παράθυρα ενός λεωφορείου. Το ωραίο είναι ότι όσο πιο συχνά το χρησιμοποιείτε, τόσο πιο πολύ θα δυναμώνει, τόσο πιο πραγματικό θα γίνεται. Θα γίνεται απόρθητο κάστρο της ψυχής, φόβητρο των σκιών, πηγή απαράμιλλης δύναμης. Όσο πιο συχνά το χρησιμοποιείτε, τόσο λιγότερο θα χρειάζεται να προσπαθείτε συνειδητά να καταφεύγετε σε αυτό. Είναι σαν η στροβιλιζόμενη καταιγίδα να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από εσάς, από το κέντρο που έχετε διεκδικήσει και έχετε κάνει δικό σας, είναι σαν να σας φοβάται πλέον εκείνη. Η επικράτειά σας θα επεκτείνεται συνεχώς και όλα αυτά που σας φόβιζαν θα μοιάζουν άθλια κουρελόπανα που πετάνε τριγύρω, πράγματα γελοία και ευτελή, ανάξια λόγου. Είναι όμορφα και γαλήνια στο μάτι του κυκλώνα.

Εκεινος και ο εαυτος του

Πολύ καιρό έψαχνε να βρει τον εαυτό του. Παντού έψαχνε, στη δουλειά, στη διασκέδαση, στους έρωτές του, στις συναναστροφές του, στα διαβάσματά του, σε ταξίδια. Καμιά φορά τον έβλεπε από μακριά και τον έστρωνε στο κυνήγι. Έτρεχε ξοπίσω του, προσπαθούσε να τον πιάσει, μα ο εαυτός του τον περιγελούσε μόνο και μετά χανόταν. «Έλα εδώ, είσαι εγώ!» του φώναζε απελπισμένα.

Κάποια στιγμή βαρέθηκε. «Δεν θα ασχολούμαι συνέχεια με αυτό τον αναιδή ανόητο.» σκέφτηκε. «Θα κάθομαι εδώ, στη σιωπή και στη γαλήνη, μισή ώρα κάθε μέρα, και ας κάνει ό,τι θέλει ο τρελάρας.» Κάθισε ακίνητος σε ένα σκαμνάκι και προσπάθησε να ξεχάσει τον εαυτό του. Ο εαυτός του, που διασκέδαζε με όλο αυτό το κρυφτό και το κυνηγητό, δεν ευχαριστήθηκε πολύ από αυτή την εξέλιξη. «Νομίζει ότι μπορεί να κάνει χωρίς εμένα; Είμαι εκείνος, χωρίς εμένα είναι ένα τίποτα, ένα μηδενικό.» σκέφτηκε.

Αλλά εκείνος συνέχισε να κάθεται και τότε είδε τον εαυτό του να τον κρυφοκοιτάζει πίσω από μια γωνία. Προσποιήθηκε ότι δεν τον έβλεπε. Ο εαυτός του κατσούφιασε «Θα του δείξω του παλάβρα ότι δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμένα και το ακατάπαυστο κυνηγητό μας.» Ο εαυτός του άρχισε να του κάνει γκριμάτσες, να τον κοροϊδεύει, να τον πειράζει, να κάνει περίεργους ήχους, ακόμη και να τον βρίζει, προσπαθώντας να του αποσπάσει την προσοχή. «Δεν ντρέπεσαι ρε να κάθεσαι έτσι ακίνητος; Δεν έχεις δουλειά να κάνεις;» Άλλες φορές μαλάκωνε και τον έπιανε με το καλό «Γιατί δεν πάμε να ανοίξουμε την τηλεόραση, δεν έχεις απορία να δεις τι έγινε με εκείνη τη σειρά;» ή «Γιατί δεν πάμε ένα σινεμά τα δυο μας;» Άλλες φορές του πρόβαλε φαντασιώσεις «Κοίτα κάτι βυζ*ά ρε, κοίτα κάτι κώ*οι! Εσύ θα κάθεσαι εδώ σαν το κούτσουρο;» ή του θύμιζε έγνοιες «Συμπλήρωσες τη φορολογική σου δήλωση; Είσαι σίγουρος ότι έκλεισες το θερμοσίφωνο;»

Εκείνος συνέχιζε να κάθεται και ας επέμενε ο εαυτός του. Ήξερε ότι το μόνο που ήθελε ο εαυτός του ήταν να τον κάνει να σηκωθεί για να ξαναχαθεί πάλι αμέσως και να τον υποχρεώσει να συνεχίσει το μάταιο κυνήγι. Την είχε πατήσει μια-δυο φορές που υπέκυψε στον πειρασμό. Συνέχισε να κάθεται στη σιωπή και ο εαυτός του συνέχισε να του προβάλλει ένα σωρό υποσχέσεις, απειλές, ανόητες διασκεδάσεις, επώδυνες και ευχάριστες αναμνήσεις, με μόνο σκοπό να του τραβήξει την προσοχή, να τον αναγκάσει να σηκωθεί. Κάποιες φορές έφτανε στο σημείο ακόμη και να τον πονάει σε διάφορα μέρη του σώματός του, μέχρι που μια μέρα ο εαυτός του κουράστηκε, βαρέθηκε να προσπαθεί.

Εκείνος τον είδε να κάθεται για πρώτη φορά απέναντι του ασάλευτος και έμειναν να κοιτάζονται κατάματα και τότε τον είδε, σιγά, σιγά, να να γίνεται διάφανος και πίσω του να προβάλλει για πρώτη φορά ο κόσμος, τόσο ζωντανός, τόσο πραγματικός όσο δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ. Ένοιωσε να κατακλύζεται από μια αίσθηση βαθιάς γαλήνης. Συνειδητοποίησε τότε ότι εαυτός και κόσμος, εαυτός και πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα και η σκέψη τον τρόμαξε σαν να είχε σταθεί στο χείλος της αβύσσου και να είχε ατενίσει ξαφνικά το κενό, σαν να είχε χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αλλά ήταν παράλληλα και η πιο μαγική, η πιο ζεστή εμπειρία που είχε ποτέ, σαν να είχε ανοίξει τα φτερά του και να είχε πετάξει. Ο εαυτός του πετάχτηκε αμέσως πάνω και έτρεξε τρομαγμένος να κρυφτεί πάλι, αλλά εκείνος χαμογέλασε, «Αύριο πάλι», σκέφτηκε.

Έτσι κάνουμε εμείς εδώ! (Πιθηκισμοί - ανθρωπισμοί)

Ως γνωστόν εμείς οι καλαμοκαβαλημένοι άνθρωποι οι θαυμαστοί, που έχουμε πλάσει τους θεούς μας κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας, (και ας νομίζουμε το αντίθετο), είμαστε λέει και οι πρώτοι μάγκες του σύμπαντος. Μάλιστα ορισμένοι (-ες) από εμάς θεωρούν ότι το σύμπαν περιστρέφεται γύρω από τα γεννητικά τους όργανα (αραχνιασμένα, κακογαμημένα ή καλογαμημένα, αδιάφορο).

Τώρα, το γεγονός ότι κατοικούμε σε έναν πλανήτη που περιστρέφεται γύρω από ένα ασήμαντο άστρο από τα 200 δισεκατομμύρια άστρα ενός γαλαξία, που με την σειρά του είναι ένας από τους εκατοντάδες δισεκατομμύρια γαλαξίες του γνωστού σύμπαντος, δεν μας χαλεί ιδιαιτέρως ω Σιγισμούνδε – Επαμεινώνδα. (Και Λίλεμουρ – Θεοφραστία)

Και αυτό διότι έχουμε στο γκαράζ Γκολφάκι γκομενιάρικο χαμηλωμένο, με καθίσματα από δέρμα Βιετναμέζων αρουραίων που έχουν πολιτογραφηθεί Ελβετικά μοσχάρια. (Που να δείτε τι περνάει για κρεμοσάπουνο με ελαιόλαδο Κορώνης. Θα πάθετε πλάκα).

Ωστόσο, όσο και αν μας θλίβει, καταθλίβει και συνθλίβει, και Μέγας Σουβλακεύς οίδε τι άλλο, τα διάφορα πιθηκοειδή και ιδιαίτερα οι χιμπατζήδες, είναι πολύ κοντινά ξαδέλφια μας και παρουσιάζουν με εμάς πολλές ομοιότητες στην συμπεριφορά. (Αν δείτε πιθηκίνα να χτυπάει πατ – πατ την πλάτη του μικρού της μπορεί και να πάθετε τραμπάκουλο αν κάνετε την σύνδεση με την αντίστοιχη κίνηση των μητέρων ανά τον κόσμο).

Παρακάτω λοιπόν ακολουθεί βίδεο που παρουσιάζει ένα πείραμα συμπεριφοράς με πίθηκους που παρουσιάζει τον μηχανισμό με τον οποίο λειτουργεί η συνήθεια, η κουλτούρα και ο μιμητισμός στις ανθρώπινης κοινωνίες.

Δείτε το βίδεο, πιάστε το δεξί σας αυτί με το αριστερό χέρι ( ή το αριστερό σας ρουθούνι με το δεξί σας πόδι) και προβληματισθείτε τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο, διότι λογικά δεν υπάρχει περίπτωση να κάθομαι μπροστά σε κάποιο Μac ή PC για να ποστάρω κάτι Αυγουστιάτικα

Graffiti, αστική κουλτούρα και παρανομία

Τους γκραφιτάδες τους γούσταρα πάντα, είχα αρκετούς φίλους άλλωστε που έκαναν γκράφιτι (ή γκραφίτι) και αισθανόμουν πάντα ότι υπήρχε μια συνάφεια στις απόψεις και στις προσεγγίσεις των πραγμάτων αν και εκείνοι συχνά έμοιαζαν να χάνονται μέσα σε ένα πλαίσιο μάλλον αυτοαναφορικό και τροφοδοτούμενο αποκλειστικά από την “φιλοσοφία” και την “κουλτούρα” τους (πχ το tagging αφορά μόνο αυτούς που το αναγνωρίζουν). Από την άλλη όμως και παρά το γεγονός ότι οι πιο πολλοί πιτσιρικάδες έλεγαν τα κλισέ, “το γκράφιτι είναι τρόπος ζωής” κλπ και ήταν αμφίβολο αν ήξεραν να σου εξηγήσουν τι εννοούν, υπήρχαν και κάποιοι αρκετά φιλοσοφημένοι. Στις συζητήσεις τους, μιλούσαν για τον Guy Debord, την “κοινωνία του θεάματος“, τους καταστασιακούς γενικότερα, την πόλη και την εμπειρία της πόλης κι όλα αυτά μέσα σε μια mild ιδεολογική ατμόσφαιρα και με μια φιλολογία μάλλον αριστερόστροφη αλλά πολύ πιο cool, σύγχρονη (και μεταμοντέρνα στην ουσία της) από την αντίστοιχη των περισσότερων “αριστερών” που κυκλοφορούσαν στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου την ίδια εποχή. Οι γκραφιτάδες δεν με πίεζαν να αλλάξω τον κόσμο σύμφωνα με ιδέες που τροφοδοτούνταν από μια αντικειμενική αλήθεια, αλλά διεκδικούσαν κάτι πολύ πιο απλό, ένα υποκείμενο και μια θέση για την χωρική του έκφραση και αυτό το βρίσκω πολύ ουσιαστικό και μέσα από την επαφή μαζί τους βοηθήθηκα και προσωπικά να καλλιεργήσω την “αρχιτεκτονική” μου συνείδηση και ευαισθησία.

Το βασικό πρόβλημα και η βάση της διαφωνίας μου μαζί τους, όπως την καταλαβαίνω σήμερα σκεπτόμενος πιο αναλυτικά από τότε, ήταν ότι γι’ αυτούς η αρχή ήταν το μέσο και αν όχι η πράξη του γκράφιτι καθαυτή, σίγουρα η “αστική δράση” όπως αυτοί την εννοούσαν, δηλαδή περισσότερο ως occupation (κατάληψη) του αστικού χώρου και λιγότερο ως deformation. Δηλαδή παρήγαγαν μια σειρά από αστικές δράσεις που σκοπό είχαν να φτιάξουν “καταστάσεις” (skateboarding) που αλλοιώνουν την εμπειρία και το βίωμα της πόλης εικονογραφώντας την αλλά όχι να αλλάξουν την μορφή της πόλης ως αστικό μόρφωμα και ως δομή (κοινωνική, οικονομική, πολιτική κλπ). Κοινώς το γκράφιτι ήταν κάτι που με γοήτευε και με ενδιέφερε αλλά ήταν κάτι λιγότερο από αυτό που επεδίωκα. Από την άλλη όμως όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν βρήκα επαρκείς απαντήσεις για το πως δύναται να αλλάξει η δομή της πόλης επιτυχώς και το πιθανότερο είναι να μη βρω καθώς οι απαντήσεις απομακρύνονται όλο και περισσότερο και πολλαπλασιάζονται οι ερωτήσεις. Οπότε ίσως οι γκραφιτάδες να είναι σωστοί κι εγώ λάθος, ίσως πραγματικά το μόνο που μπορεί να παραμορφωθεί χωρίς αρνητικές συνέπειες είναι η εικόνα και η εμπειρία της πόλης, όχι οι δομές της.

Αυτό που θέλω να κρατήσω όμως από όλες αυτές τις γενικότητες είναι η ουσία του πράγματος και αφορά την θέση και το είναι των γκραφιτάδων. Θεωρώ ότι αυτοί οι νέοι είναι φορείς μιας αστικής κουλτούρας που είναι και “αστική” και “κουλτούρα” στην ουσία της γιατί αφορά το άστυ ως χώρο συγκρότησης του υποκειμένου μέσα από την διαλεκτική του σχέση και διάδραση με αυτό. Δεν θα σταθώ στο αν το ίδιο το γκράφιτι είναι κοινωνική έκφραση, επαναστατικό μανιφέστο, εικαστικό γεγονός ή “τέχνη” και δεν με ενδιαφέρει ο ορισμός του ως προϊόν μιας ανάλυσης των κοινωνικών καταβολών του (τουλάχιστον όχι σε αυτό το ποστ, ίσως αρμόδιος να πει πιο πολλά είναι ο φίλος μου ο kert). Με ενδιαφέρει το αυτό του αστικού γεγονότος και κυρίως του ατόμου που το συνθέτει. Για την πόλη λοιπόν το γκράφιτι είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο και για το άτομο μια επιλογή ανάμεσα σε πολλές. Θα σταθώ στο δεύτερο και θα πω ότι το να τρέχεις με ένα σακίδιο γεμάτο με σπρέυ για να βάψεις τοίχους και να αφήσεις (συχνά να κεντήσεις) ένα αποτύπωμα δικό σου (και όχι το σύνθημα για μια ομάδα ή ένα κόμμα) κουβαλάει πολύ περισσότερη γοητεία, οραματισμό και αγάπη για τα πράγματα και είναι συνάμα πιο πραγματικό από το να βγαίνεις με το αυτοκίνητο του μπαμπά σου στον Κιάμο όντας μόλις 19. Αυτό δεν έχει να κάνει με το τι είσαι αλλά με το τι θέλεις να είσαι, με το αν διαλέγεις να φτιάχνεις αυτό που ζεις ή να αφήνεις τους άλλους να το φτιάχνουν για εσένα και τελικά με το αν εσύ ο ίδιος επιλέγεις να εικονογραφείς εκτός από το να εικονογραφείσαι.

Δυστυχώς από την άλλη, το παράλογο στο γκράφιτι σήμερα είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει το φλερτ με το κυνηγητό και τα όρια της παρανομίας και γι’ αυτό φυσικά δεν φταίνε οι γκραφιτάδες, αν και είναι γεγονός ότι πολλοί εξιτάρονται από αυτό. Δεν ξέρω αν το γκράφιτι θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε το κυνηγητό και η αίσθηση του κινδύνου αλλά νομίζω ότι είναι καιρός να καταλάβει η κοινωνία ότι αυτός ο νέος κόσμος που στρέφεται προς τέτοιες δράσεις δεν είναι απαραίτητα ούτε υπόκοσμος ούτε αλητεία. Προσωπικά μάλιστα νομίζω το αντίθετο, ότι συχνά αυτοί οι νέοι συγκροτούν ή δύνανται να συγκροτήσουν μια νεανική avant garde παίζοντας κυρίαρχο ρόλο στην κουλτούρα και το είναι της πόλης κι ας μου λερώνουν τοίχους ή βαγόνια τρένων. Επιπλέον οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι αυτές οι καταστάσεις δεν είναι απλά μια παρενέργεια στο αστικό τοπίο αλλά το απολύτως φυσικό προϊόν του αστικού τρόπου ζωής που συγκροτείται και συγκροτεί την πόλη ως τέτοια, ως “πόλη” όπου το υποκείμενο συμμετέχει ενεργά συγκροτώντας τον χώρο του και γι’ αυτό πριν να δούμε το φαινόμενο ως γκράφιτι, ως αστική δράση, ως τέχνη κλπ πρέπει να το βιώσουμε ως κάτι απολύτως ανθρώπινο, ως ένα στίγμα ανθρώπινης παρουσίας που διασφαλίζει τον εξανθρωπισμό του αστικού χώρου, που γεννά την έννοια τόπος.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Αφορισμοί ....συνέχεια...

«Και ψύλλους καλιγώνει», λένε στο χωριό μου για κάποιον επιτήδειο. Σήμερα οι επιτήδειοι είναι πια πολλοί. Όσο κι αν ψάξεις, δεν πρόκειται να βρεις ψύλλο για ψύλλο απετάλωτο.

Η σύγχρονη τέχνη είναι το δεκανίκι του «αποϋλοποιημένου» καπιταλισμού. Του πέφτει κάπως κοντό, αλλά εκείνος, σκύβοντας, βολεύεται.

Χωρίς όραμα και πρόταγμα πέρα από την «επιτυχία» με όρους αγοράς, χωρίς δηλαδή μια ηθική και πολιτική στάση και χωρίς έναν αξιολογικό κώδικα, οι καρικατούρες ανθρώπων κινούνται σπασμωδικά, κάνοντας πολλή φασαρία στο διάβα τους. Ωστόσο, το «έργο» και ο βίος τους έχουν το βάρος μιας σαπουνόφουσκας – ικανό ομολογουμένως βάρος για να γείρει την πλάστιγγα προς τη μεριά του ασήμαντου.

Προχωράμε με τον χάρτη στα χέρια, με την ευεξία που προκαλεί η θέα στον αμέριμνο περιηγητή, στα μονοπάτια που άλλοι αναγκάστηκαν κοπιωδώς, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, να διανοίξουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν.

Είναι δύσκολο να αρνηθείς την πρόσκληση σε γεύμα όταν είσαι πεινασμένος. Ακόμα κι αν το φαγητό είναι άνοστο, οφείλεις να δείξεις την ευγνωμοσύνη σου σ’ εκείνον που σε ετάισε.

Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, λένε. Και τότε ποιος θα έχει απομείνει που θα τον αφορά;

Όλοι μας λίγο-πολύ αναπαράγουμε το σύστημα. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Δεν είναι όμως αναπόφευκτο να το χειροκροτούμε κιόλας.

Είμαστε όλοι ευφυείς άνθρωποι και νομίζουμε ότι έχουμε καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι. Κάποιους δεν τους πειράζει που παίζεται με σημαδεμένη τράπουλα, αρκεί να είναι μ’ εκείνους που την έχουν σημαδέψει. Υπάρχουν και κάποιοι αφελείς, που θεωρούν ότι οι κανόνες ορίζουν το παιχνίδι και παίζουν με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν μια από τις επόμενες παρτίδες. Πρόκειται φυσικά περί πλάνης. Όταν συνειδητοποιήσουν τη θέση τους θα είναι πια αργά – θα έχουν χάσει ήδη πολύ περισσότερα από όσα θα έχουν κερδίσει.

Κάθε στιγμή απομυζάμε τις δυνατότητες του μέλλοντος.

Η επερχόμενη καταστροφή είναι πλέον προφανής, ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Κι αν εμείς συνεχίζουμε να παριστάνουμε τους τυφλούς δεν φταίει το δυνατό φως, φταίει το βαθύ σκοτάδι.

Το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί στον καθέναν ξεχωριστά δεν συναθροίζεται απλώς. Υπερπολλαπλασιάζεται μέσα στην πολύπλοκη εξίσωση των ανθρώπινων επιθυμιών, βουλήσεων, δοξασιών, προσδοκιών και πράξεων.

Αγνοούμε επιδεικτικά τον τρόπο με τον οποίο η φύση μεταφράζει την έκφρασή της στα διάφορα επίπεδα της ύπαρξης. Από την ανόργανη ύλη έως τον άνθρωπο, η γλώσσα της είναι κοινή και συναφής, οργανωμένη ωστόσο σε βαθμίδες πολυπλοκότητας. Όχι σε μια ιεραρχική σχέση, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, το «κορυφαίο δημιούργημα», αλλά σε μια κατάσταση αδιάλειπτης «συνομιλίας». Έχουμε πια ξεχάσει πως ό,τι παραβιάζει τη συνθήκη της ύπαρξης, ό,τι αποτελεί ύβρι για τον κόσμο, δεν είναι παρά το προάγγελμα της νεκρικής σιγής.

Σε σχέση με την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης έχουμε τις εξής δύο επιλογές: είτε να πιστέψουμε ότι οι επιλογές μας είναι περιορισμένες είτε ότι οι επιλογές μας είναι πολλές.

Λένε ότι κάθε αρχή έχει ένα τέλος, δεν λένε όμως ότι κάθε τέλος δεν έχει μόνο μία αρχή.

Ο αφοριστικός λόγος δεν σηκώνει άρνηση. Είναι αυταπόδεικτος.

Μπορούμε πάντα να κάνουμε στροφή· αντί να συνοδοιπορούμε, να έρθουμε αντιμέτωποι.

Να μην υποχωρούμε από την επιθυμία μας. Να μη θέλουμε να αλλάξουμε απλώς τον κόσμο – να θέλουμε να τον αλλάξουμε συθέμελα!